νεβρός

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεβρός Medium diacritics: νεβρός Low diacritics: νεβρός Capitals: ΝΕΒΡΟΣ
Transliteration A: nebrós Transliteration B: nebros Transliteration C: nevros Beta Code: nebro/s

English (LSJ)

ὁ, young of the deer, fawn, Il.8.248, Od.4.336, etc.; πέδιλα νεβρῶν fawnskin brogues, Hdt.7.75; a type of cowardice, Il.4.243, 21.29; prov., ὁ ν. τὸν λέοντα (sc. αἱρεῖ), of anything strange, Luc. DMort.8.1:—also fem., Il.4.243, E.Ba.866 (lyr.), Trag.Adesp.419.

German (Pape)

[Seite 235] ὁ, das Junge des Hirsches, das Hirschkalb; Il. 8, 248 u. öfter; ἔλαφος ἐν ξυλόχῳ κρατεροῖο λέοντος νεβροὺς κοιμήσασα, Od. 4, 336. 17, 127; als Sinnbild der Furcht u. Verzagtheit, πεφυζότες ἠΰτε νεβροί, Il. 22, 1, τεθηπότες ἠΰτε νεβροί, 4, 243. 21, 29; ὡς κύων νεβρὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 237; ποικιλόθριξ, Eur. Alc. 888; öfter; auch in Prosa, Plat. Charm. 155 d; τοὺς νεογνοὺς τῶν νεβρῶν, Xen. Cyn. 9, 3, öfter; Folgde. Sprichwörtlich ὁ νεβρὸς τὸν λέοντα, Luc. D. Mort. 8, 1. – Ἡ νεβρός, Eur. Pol. 6, Theocr. 12, 6, Plut. Sert. 11.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
au masc. faon, jeune cerf;
au fém. jeune biche, animal.
Étymologie: R. ΝεϜ, être nouveau ; cf. νέος.

Russian (Dvoretsky)

νεβρός: ὁ и ἡ молодой олень, олененок (ποικιλόθριξ Eur.): πέδιλα νεβρῶν Her. обувь из оленьей шкуры.

Greek (Liddell-Scott)

νεβρός: ὁ, τὸ νεογνὸν τῆς ἐλάφου, «ἐλαφάκι», Ἰλ. Θ. 248. Ὀδ. Δ. 336, κτλ.· πέδιλα νεβρῶν, ἐκ δερμάτων νεβροῦ, Ἡρόδ. 7. 75: - ὡς ἔμβλημα δειλίας, Ἰλ. Δ. 243, Φ. 29· παροιμ., ὁ ν. τὸν λέοντα (ἐξυπακ. αἱρεῖ), ἐπὶ πράγματος παραδόξου, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 8. 1. - Ὡσαύτως θηλ., Ἰλ. Δ. 243, Εὐρ. Βάκχ. 867, Πολύϊδ. 6. (Ἐκ τῆς √ΝΕϜ, νέϝ-ος, ἴδε νέος).

English (Autenrieth)

fawn; as symbol of timorousness, Il. 4.243.

Greek Monolingual

ο (Α νεβρός, ὁ και σπαν. ἡ)
το νεογνό του ελαφιού, το ελαφάκι («νεβρὸν ἔχοντ' ὀνύχεσσι, τέκος ἐλάφοιο ταχείης», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. το δέρμα νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», Ηρόδ.)
2. μτφ. κάθε σύμβολο φόβου και δειλίας («τίφθ' οὕτως ἔστητε τεθηπότες ἠύτε νεβροί», Ομ. Ιλ.)
3. παροιμ. «ὁ νεβρός τὸν λέοντα (ενν. αἱρεῖ, δηλ. συλλαμβάνει)» — λεγόταν για παράδοξο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. negw-ro-, που συνδέεται με αρμ. nerk «χρώμα», ίσως και λατ. niger «σκοτεινός». Η ονομ. του ζαρκαδιού προέρχεται επομένως από το χρώμα του. Ανάλογη περίπτωση το προκάς «ελάφι», συγγενές με το πρεκνός / περκνός «στικτός».
ΠΑΡ. νεβρίδα
αρχ.
νέβραξ, νέβρειος, νεβρή, νεβρίας, νέβρινος, νέβριον, νεβρίτης, νεβρίτις, νεβρούμαι, νεβρώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. νεβρόγονος, νεβροκτόνος, νεβροστολίζω, νεβροτόκος, νεβροφανής, νεβροφόνος, νεβροχίτων.

Greek Monotonic

νεβρός: ὁ και ἡ, νεογνό ελαφιού, νεογέννητο ελαφάκι, σε Όμηρ. κ.λπ.· πέδιλα νεβρῶν, υποδήματα από δέρμα νεογέννητου ελαφιού, σε Ηρόδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m., f.
Meaning: young of the deer, fawn (Il.).
Compounds: As 1. member e.g. in νεβρο-τόκος bringing forth fawns (Nic.).
Derivatives: Several derivv, most poet. a. late 1. Subst.: νεβρίς, -ίδος f. fawnskin (E.) with νεβρίδ-ιον (Artem.) and νεβριζω wear a fawnskin (D. 18, 259, beside κρατηρίζω drink a bowl, of the participants of a Dionysosfeast), νεβρισμός wearing νεβρίς (gramm.); νεβρῆ f. id. (Orph.); νεβρίας m. name of a shark (γαλεός, Arist.; because of the colour, cf. Thompson Fishes s.v.), ἔλαφος νεβρίας H. s. λάδας; νέβρακες οἱ ἄρρενες νεοττοὶ τῶν ἀλεκτρυόνων H. (cf. σκύλαξ, πόρταξ and Chantraine Form. 379); νεβρίτης λίθος (Orph.), -ῖτις (Plin.), because of the colour (Redard 58). -- 2. Adj.: νέβρινος (S.), νέβρειος (Call., APl.) of a fawn, νέβρειον name of the Pastinaca sativa (Ps.-Dsc.; Strömberg Wortstudien 50); νεβρώδης fawnlike (AP). -- 3. Verb: νεβρόομαι be changed into a fawn (Nonn.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: With νεβρός agrees exactly Arm. nerk, -oy colour, if from IE *(s)negʷro-. It is derived from nerk-anem colour, which has the form of a primary verb (aor. nerk-i). But the word for deer has nothing to do with it. Deer and hind are often called after their colour, e.g. πρόξ, προκάς deer- or roe-like animal to περκνός speckled, πρεκνόν ποικιλόχροον ἔλαφον H. Also Lat. niger black has been compared; on the meaning cf. a.o. περκνός also darkspotted, blackish and Porzig Gliederung 167 (doubts in W.-Hofmann s.v.). But the meaning has nothing to do with deer. -- Diff. on nerk (backformation from primary nerkanem with a very complicated etymology) Belardi Ric. ling. 1, 147 f.; s. also Pagliaro Rend. Acc. Linc. 8: 16, 2 n. 6.

Middle Liddell

νεβρός,
the young of the deer, a fawn, Hom., etc.; πέδιλα νεβρῶν fawnskin brogues, Hdt. {{FriskDe |ftr=νεβρός: {nebrós}
Grammar: m., f.
Meaning: Hirschkalb (seit Il.).
Composita: Als Vorderglied z.B. in νεβροτόκος Hirschkälber gebärend (Nik.).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen, meist poet. u. spät. 1. Subst.: νεβρίς, -ίδος f. ‘HIirsch. kalbfell' (E. u.a.) mit νεβρίδιον (Artem.) und νεβριζω ein Hirschkalbfell tragen (D. 18, 259, neben κρατηρίζω eine Bowle trinken, vom Teilnehmer an einem Dionysosfest), νεβρισμός [[das Tragen einer νεβρίς (Gramm.); νεβρῆ f. ib. (Orph.); νεβρίας m. Ben. eines Haifisches (γαλεός, Arist.; wegen der Farbe, vgl. Thompson Fishes s.v.), ἔλαφος νεβρίας H. s. λάδας; νέβρακες· οἱ ἄρρενες νεοττοὶ τῶν ἀλεκτρυόνων H. (vgl. σκύλαξ, πόρταξ und Chantraine Form. 379); νεβρίτης λίθος (Orph.), -ῖτις (Plin.), wegen der Farbe (Redard 58). — 2. Adj.: νέβρινος (S.), νέβρειος (Kall., APl.) vom Hirschkalbe, νεβρειον Ben. der Pastinaca sativa (Ps.-Dsk.; Strömberg Wortstudien 50); νεβρώδης hirschkalbähnlich (AP). — 3. Verb: νεβρόομαι in ein Hirschkalb verwandelt werden (Nonn.).
Etymology: Zu νεβρός stimmt genau arm. nerk, -oy Farbe, wenn aus idg. *(s)negʷro-; somit eig. farbig, bunt. Dabei muß indessen nerk-anem färben, das die Form eines primären Verbs hat (Aor. nerk-i), ein urspr. Denominativum sein, was Bedenken erregen mag. Hirsch und Reh werden oft nach ihrer Farbe benannt, z.B. πρόξ, προκάς ‘hirsch- oder rehartiges Tier’ zu περκνός gesprenkelt, scheckig, πρεκνόν· ποικιλόχροον ἔλαφονH. Auch lat. niger schwarz kann hierher gehören mit i für e wie in firmus (: ferme), vitulus (: vetus) u.a.; zur Bed. vgl. u.a. περκνός auch dunkelfleckig, schwärzlich und Porzig Gliederung 167 (unbegründeter Zweifel bei W.-Hofmann s.v.). Frisk Etyma Armen. 14ff. — Anders über nerk (Rückbildung aus dem primären nerkanem mit einer sehr verwickelten Etymologie des letzteren) Belardi Ric. ling. 1, 147 f.; dazu Pagliaro Rend. Acc. Linc. 8: 16, 2 A. 6.
Page 2,297 }}

English (Woodhouse)

fawn, young buck

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἐλαφάκι). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά παράγεται ἀπό τή ρίζα νεϝτοῦ νέος (νέϝ-ος) ἤ ἀπό τό ἀρνητ. νε + βορά.