ἐγώ: Difference between revisions

No change in size ,  28 March 2021
m
Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο"
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐγώ)<br /><b>1.</b> προσωπική αντων. α΄ προσώπου με την οποία αυτός που μιλά ή γράφει ορίζει τον εαυτό του<br /><b>2.</b> χρησιμοποιείται: α) η ονομ. συν. για [[έμφαση]] ή [[αντιδιαστολή]] («εγώ να σάς διώξω;», «ἐγώ εἰμι»)<br />β) η γεν. ως κτητ. επίθ. («το [[βιβλίο]] μου», «Πάτερ ἡμῶν...»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[άλλος]] εγώ» — το [[άλλο]] εγώ, [[άνθρωπος]] [[ίδιος]] με μένα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> για [[έμφαση]] χρησιμοποιούνται συγχρόνως δύο διαφορετικοί τ. της αντων. («ἐμένα μού το 'κανε αυτό;»)<br /><b>2.</b> σε διαλ. φρ. χρησιμοποιείται ο τ. <i>με</i> [[αντί]] του τ. <i>μου</i> («[[γιατί]] δεν μέ τον έδειξες;»)<br /><b>3.</b> οι πλάγιες πτώσεις συντάσσονται [[πάντοτε]] με [[ρήμα]] ή εμπρόθ. προσδιορισμό («μέ δέρνει» «μού είπε», «γύρισ΄, αφέντη μου... [[προς]] εμένα»)<br /><b>4.</b> (ως άκλ. ουδ. ουσ.) <i>το εγώ</i><br />α) η [[προσωπικότητα]]<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) ο [[εγωισμός]]<br />γ) <b>(φιλοσ.)</b> i) (στην κλασ. φιλοσ.) η [[συνείδηση]] του εμπειρικού και συγκεκριμένου ατόμου, η οποία συνδέεται με την μόνιμη [[πραγματικότητα]] που η [[συνείδηση]] αυτή προϋποθέτει<br />ii) ([[κατά]] τον Νίτσε) το [[εργαλείο]] της σφαιρικής σοφίας του οργανισμού του ανθρώπου, η οποία ασχολείται με την συντήρησή του, με την [[αφομοίωση]], με τον αποκλεισμό, με την [[επαγρύπνηση]] ενώπιον του κινδύνου<br />iii) ([[κατά]] τον Χούσερλ) η καθαρή [[συνείδηση]] για την οποία [[καθετί]] που υπάρχει [[είναι]] η [[υποδομή]] για την [[θεμελίωση]] και την [[συγκρότηση]] όλων τών νοημάτων<br />iv) ([[κατά]] την μαρξιστ. [[αντίληψη]]) [[έννοια]] που δηλώνει την [[ανάκλαση]], από την ατομική [[συνείδηση]] του ανθρώπου, της ίδιας της ύπαρξής του καί που εκφράζει την [[ενότητα]] του ατόμου, σε [[αντιδιαστολή]] και στις σχέσεις του [[προς]] τους άλλους ανθρώπους<br />δ) <b>(ψυχαναλ.)</b> το [[μέρος]] της ανθρώπινης προσωπικότητας που βιώνεται από το [[άτομο]] ως ο «[[εαυτός]]» του και βρίσκεται σε [[επαφή]] με τον εξωτερικό κόσμο μέσω της αισθητήριας αντίληψης<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «εμείς κι εμείς» — εμείς οι γνωστοί μόνο, [[χωρίς]] άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ως βεβαιωτικό σε απαντήσεις με τον τύπο <i>ἔγωγε</i> («ἦ καὶ τοῡτο ἀκήκοας; — ἔγωγε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με [[άρθρο]] ως ουσ.) ο [[εαυτός]] μου, σε [[αντιδιαστολή]] με τον εξωτερικό κόσμο, η [[προσωπικότητα]], το [[υποκείμενο]] («γέλωτα δὴ τὸν ἐμέ ἐν τοῖς λόγοις ἀπέδειξε», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>εγώ</i>, [[αντωνυμία]] α' προσώπου, (του προσώπου που δηλώνει τον ομιλητή στην [[επικοινωνία]]) ανάγεται σε ΙΕ <i>eĝ</i><i>ō</i> «εγώ» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>eg</i><i>ō</i>). Επίσης ο ελλ. τ. με -<i>ō</i>- συνδέεται με λατ. <i>egŏ</i> [[αλλά]] και με γοτθ. <i>ik</i>, (γερμ. <i>ich</i>) αρχ. σλαβ. <i>ek</i>, αρχ. πρωσσ. <i>es</i>, λεττ. <i>es</i>, στα οποία το τελικό [[φωνήεν]] έχει σιγηθεί. Αντιστοιχεί [[ακόμη]] σε αρχ. ινδ. <i>aham</i>, αβ. <i>azƏm</i>, τύπους παρεκτεταμένους σε -<i>om</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και αρχ. ελλ. <i>εγών</i>, <i>εγώνη</i>, <i>ἔγωγε</i>)<br />Οι τ. της αιτιατικής <i>εμέ</i>, <i>με</i> ανάγονται σε IE <i>me</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ā</i>, γοτθ. <i>mi</i>-<i>k</i>) και η [[δοτική]] <i>μοι</i> συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>me</i>, πιθ. και λατ. <i>m</i><i>ī</i>, που λειτούργησε ως [[κλητική]] του κτητικού <i>meus</i>, τύπου ο [[οποίος]] αντιστοιχεί στο ελλ. [[εμός]] <span style="color: red;"><</span> <i>εμέ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αβ. <i>ma</i>-)].
|mltxt=(AM ἐγώ)<br /><b>1.</b> προσωπική αντων. α΄ προσώπου με την οποία αυτός που μιλά ή γράφει ορίζει τον εαυτό του<br /><b>2.</b> χρησιμοποιείται: α) η ονομ. συν. για [[έμφαση]] ή [[αντιδιαστολή]] («εγώ να σάς διώξω;», «ἐγώ εἰμι»)<br />β) η γεν. ως κτητ. επίθ. («το [[βιβλίο]] μου», «Πάτερ ἡμῶν...»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[άλλος]] εγώ» — το [[άλλο]] εγώ, [[άνθρωπος]] [[ίδιος]] με μένα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> για [[έμφαση]] χρησιμοποιούνται συγχρόνως δύο διαφορετικοί τ. της αντων. («ἐμένα μού το 'κανε αυτό;»)<br /><b>2.</b> σε διαλ. φρ. χρησιμοποιείται ο τ. <i>με</i> [[αντί]] του τ. <i>μου</i> («[[γιατί]] δεν μέ τον έδειξες;»)<br /><b>3.</b> οι πλάγιες πτώσεις συντάσσονται [[πάντοτε]] με [[ρήμα]] ή εμπρόθ. προσδιορισμό («μέ δέρνει» «μού είπε», «γύρισ΄, αφέντη μου... [[προς]] εμένα»)<br /><b>4.</b> (ως άκλ. ουδ. ουσ.) <i>το εγώ</i><br />α) η [[προσωπικότητα]]<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) ο [[εγωισμός]]<br />γ) <b>(φιλοσ.)</b> i) (στην κλασ. φιλοσ.) η [[συνείδηση]] του εμπειρικού και συγκεκριμένου ατόμου, η οποία συνδέεται με την μόνιμη [[πραγματικότητα]] που η [[συνείδηση]] αυτή προϋποθέτει<br />ii) ([[κατά]] τον Νίτσε) το [[εργαλείο]] της σφαιρικής σοφίας του οργανισμού του ανθρώπου, η οποία ασχολείται με την συντήρησή του, με την [[αφομοίωση]], με τον αποκλεισμό, με την [[επαγρύπνηση]] ενώπιον του κινδύνου<br />iii) ([[κατά]] τον Χούσερλ) η καθαρή [[συνείδηση]] για την οποία [[καθετί]] που υπάρχει [[είναι]] η [[υποδομή]] για την [[θεμελίωση]] και την [[συγκρότηση]] όλων τών νοημάτων<br />iv) ([[κατά]] την μαρξιστ. [[αντίληψη]]) [[έννοια]] που δηλώνει την [[ανάκλαση]], από την ατομική [[συνείδηση]] του ανθρώπου, της ίδιας της ύπαρξής του καί που εκφράζει την [[ενότητα]] του ατόμου, σε [[αντιδιαστολή]] και στις σχέσεις του [[προς]] τους άλλους ανθρώπους<br />δ) <b>(ψυχαναλ.)</b> το [[μέρος]] της ανθρώπινης προσωπικότητας που βιώνεται από το [[άτομο]] ως ο «[[εαυτός]]» του και βρίσκεται σε [[επαφή]] με τον εξωτερικό κόσμο μέσω της αισθητήριας αντίληψης<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «εμείς κι εμείς» — εμείς οι γνωστοί μόνο, [[χωρίς]] άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ως βεβαιωτικό σε απαντήσεις με τον τύπο <i>ἔγωγε</i> («ἦ καὶ τοῦτο ἀκήκοας; — ἔγωγε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με [[άρθρο]] ως ουσ.) ο [[εαυτός]] μου, σε [[αντιδιαστολή]] με τον εξωτερικό κόσμο, η [[προσωπικότητα]], το [[υποκείμενο]] («γέλωτα δὴ τὸν ἐμέ ἐν τοῖς λόγοις ἀπέδειξε», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>εγώ</i>, [[αντωνυμία]] α' προσώπου, (του προσώπου που δηλώνει τον ομιλητή στην [[επικοινωνία]]) ανάγεται σε ΙΕ <i>eĝ</i><i>ō</i> «εγώ» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>eg</i><i>ō</i>). Επίσης ο ελλ. τ. με -<i>ō</i>- συνδέεται με λατ. <i>egŏ</i> [[αλλά]] και με γοτθ. <i>ik</i>, (γερμ. <i>ich</i>) αρχ. σλαβ. <i>ek</i>, αρχ. πρωσσ. <i>es</i>, λεττ. <i>es</i>, στα οποία το τελικό [[φωνήεν]] έχει σιγηθεί. Αντιστοιχεί [[ακόμη]] σε αρχ. ινδ. <i>aham</i>, αβ. <i>azƏm</i>, τύπους παρεκτεταμένους σε -<i>om</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και αρχ. ελλ. <i>εγών</i>, <i>εγώνη</i>, <i>ἔγωγε</i>)<br />Οι τ. της αιτιατικής <i>εμέ</i>, <i>με</i> ανάγονται σε IE <i>me</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ā</i>, γοτθ. <i>mi</i>-<i>k</i>) και η [[δοτική]] <i>μοι</i> συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>me</i>, πιθ. και λατ. <i>m</i><i>ī</i>, που λειτούργησε ως [[κλητική]] του κτητικού <i>meus</i>, τύπου ο [[οποίος]] αντιστοιχεί στο ελλ. [[εμός]] <span style="color: red;"><</span> <i>εμέ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αβ. <i>ma</i>-)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm