3,274,522
edits
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άω και -έω (AM κρατῶ, -έω, Α αιολ. τ. [[κρετέω]])<br /><b>1.</b> [[βαστώ]], [[πιάνω]] ή έχω [[κάτι]] στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το [[χέρι]] και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, [[γιατί]] κρατάει [[περίστροφο]]» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ<br />δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῦ ὄψου, τῇ δὲ ἀριστερᾷ κρατεῖν τὸν ἄρτον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω τη [[δύναμη]] στα χέρια μου, [[δεσπόζω]], [[κατισχύω]] («ἢ εἰς Ἤλιδα δῑαν ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> έχω τη γενική [[επίβλεψη]] ή τη [[διεύθυνση]], [[διοικώ]], [[διευθύνω]] (α. «[[είναι]] [[ικανός]] να κρατήσει όλο το [[νοικοκυριό]] [[μόνος]] του» β. «τόσο [[μικρός]] και κρατάει όλο το [[μαγαζί]]» γ. «οὐ τοὺς κρατοῦντας χρὴ κρατεῖν ἃ μὴ [[χρεών]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> έχω στην [[κατοχή]] μου, [[είμαι]] [[κύριος]] ή [[κάτοχος]] (α. «κρατάει δύο σπίτια [[μόνος]] του» β. «τῆς δὲ γῆς τῆς μὲν ἄλλης ἐκράτουν οἱ | |mltxt=-άω και -έω (AM κρατῶ, -έω, Α αιολ. τ. [[κρετέω]])<br /><b>1.</b> [[βαστώ]], [[πιάνω]] ή έχω [[κάτι]] στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το [[χέρι]] και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, [[γιατί]] κρατάει [[περίστροφο]]» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ<br />δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῦ ὄψου, τῇ δὲ ἀριστερᾷ κρατεῖν τὸν ἄρτον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω τη [[δύναμη]] στα χέρια μου, [[δεσπόζω]], [[κατισχύω]] («ἢ εἰς Ἤλιδα δῑαν ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> έχω τη γενική [[επίβλεψη]] ή τη [[διεύθυνση]], [[διοικώ]], [[διευθύνω]] (α. «[[είναι]] [[ικανός]] να κρατήσει όλο το [[νοικοκυριό]] [[μόνος]] του» β. «τόσο [[μικρός]] και κρατάει όλο το [[μαγαζί]]» γ. «οὐ τοὺς κρατοῦντας χρὴ κρατεῖν ἃ μὴ [[χρεών]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> έχω στην [[κατοχή]] μου, [[είμαι]] [[κύριος]] ή [[κάτοχος]] (α. «κρατάει δύο σπίτια [[μόνος]] του» β. «τῆς δὲ γῆς τῆς μὲν ἄλλης ἐκράτουν οἱ Μυτιληναῖοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[φήμη]], [[έθιμο]] <b>κ.λπ.</b>) [[επικρατώ]], [[είμαι]] διαδεδομένος («κρατεῑ ἡ [[φήμη]] παρὰ Καρχηδονίοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> [[υποχρεώνω]] ή [[δεσμεύω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] (α. «μέ κράτησε δύο ώρες στο [[τηλέφωνο]]» β. «μέ κράτησαν [[πάλι]] για [[φαγητό]]» γ. «[[καθότι]] οὐκ ἦν δυνατὸν κρατεῑσθαι αὐτὸν ὑπ' αὐτοῦ», ΚΔ)<br /><b>7.</b> [[συγκρατώ]] κάποιον για να μην πάθει ή να μην κάνει [[κάτι]] (α. «[[κράτα]] το [[παιδί]] μην πέσει» β. «[[μόλις]] και [[μετά]] βίας κρατήθηκε να μην τή σκοτώσει» γ. «ὅσα... αἰσχρὰ τῷ νόμῳ κρατούμενα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>8.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οι κρατούντες</i><br />αυτοί που βρίσκονται στην [[εξουσία]], οι κυβερνώντες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φυλακίζω]] κάποιον προσωρινά [[χωρίς]] να προηγηθεί δικαστική [[απόφαση]] ή [[βούλευμα]] ή [[ένταλμα]] συλλήψεως («τον κράτησαν όλη τη [[νύχτα]] στο αστυνομικό [[τμήμα]]»)<br /><b>2.</b> [[κατάγομαι]] («γεννήθηκε στην Αθήνα, [[αλλά]] κρατάει από τη Χίο»)<br /><b>3.</b> [[βοηθώ]], [[ενισχύω]] («τον κράτησε η Τράπεζα και δεν χρεωκόπησε»)<br /><b>4.</b> (για χρήματα) [[παρακρατώ]], [[κατακρατώ]] (α. «μού κρατάνε [[κάθε]] [[μήνα]] 30% από τον [[μισθό]] μου» β. «μού κράτησε τα [[ρέστα]] από το [[χιλιάρικο]]»)<br /><b>5.</b> [[απασχολώ]], [[καθυστερώ]] («μη μέ κρατάς [[άλλο]], [[γιατί]] βιάζομαι»)<br /><b>6.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[εμποδίζω]] ή [[αναχαιτίζω]] προσωρινά μια [[ενέργεια]], μια [[ανάγκη]] ή παρόρμησή μου (α. «δεν μπόρεσα να κρατήσω τα γέλια μου» β. «δεν [[κρατιέμαι]], θα πάω να της μιλήσω»)<br /><b>7.</b> [[συντηρώ]], [[διαφυλάσσω]] [[κάτι]] σε μια [[κατάσταση]] (α. «το [[ψυγείο]] κράτησε το [[φαγητό]] μια [[βδομάδα]]» β. «αυτές οι κάλτσες κράτησαν τα πόδια μου ζεστά»)<br /><b>8.</b> [[υποστηρίζω]] κάποιον ηθικά<br /><b>9.</b> [[αποταμιεύω]] («τί τά κρατάει τόσα λεφτά και δεν τά δίνει στο [[παιδί]] του;»)<br /><b>10.</b> [[διατηρώ]], δεν [[αποβάλλω]], δεν [[ρίχνω]] από [[πάνω]] μου (α. «κάθισε [[εννιά]] μήνες στο [[κρεβάτι]], για να κρατήσει το [[παιδί]]» β. «η [[ελιά]] κράτησε τις ελιές [[φέτος]]»)<br /><b>11.</b> έχω κάποιον σε ένα [[μέρος]] και δεν τον [[αφήνω]] να φύγει («τί τον κρατάνε στο [[νοσοκομείο]] τόσες μέρες;»)<br /><b>12.</b> (η προστ. ενεστ.) <i>κράτει</i><br />α) ως [[επιφώνημα]] που δηλώνει, [[πρόσταγμα]] διακοπής μιας εργασίας, μιας συνήθειας ή ενός χειρισμού<br />β) <b>φρ.</b> «[[κάνω]] κράτει»<br />i) [[σταματώ]], [[διακόπτω]]<br />ii) συγκρατούμαι<br /><b>13.</b> <b>μεσ.</b> [[κρατιέμαι]]<br />α) βρίσκομαι σε ανθηρή [[κατάσταση]] από [[άποψη]] υγείας ή από οικονομική [[άποψη]]<br />β) [[πάσχω]] από [[παράλυση]] τών [[άκρων]] («έμεινε [[τρία]] [[χρόνια]] κρατημένος»)<br /><b>14.</b> (το αρσ. και θηλ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ο κρατούμενος</i>, <i>η κρατουμένη</i><br />αυτός που στερείται ακούσια την προσωπική του [[ελευθερία]]<br /><b>15.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το κρατούμενο</i><br />α) [[ψηφίο]] που δηλώνει το [[πλήθος]] τών μονάδων, δεκάδων, εκατοντάδων κ.ο.κ. που περισσεύουν σε μια [[στήλη]] και μεταφέρονται σε [[άλλη]] [[κατά]] τις στοιχειώδεις πράξεις της αριθμητικής<br />β) <b>φρ.</b> «ένα το κρατούμενο» — λέγεται για [[κάτι]] που [[πρέπει]] να ληφθεί υπ' όψιν ή να μην ξεχαστεί<br /><b>16.</b> (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κρατημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) (για τιμές) αυτός που παραμένει [[σταθερά]] σε ένα επίπεδο, αυτός που δεν ανέβηκε ή δεν κατρακύλησε<br />β) [[επιφυλακτικός]]<br /><b>17.</b> <b>φρ.</b> α) «από πού κρατάει η [[σκούφια]] του;»<br />([[συνήθως]] σε περιπτώσεις αμφιβολίας) από πού κατάγεται;<br />β) «κρατάει από μεγάλο [[τζάκι]]» — κατάγεται από επιφανή ή από εύπορη [[οικογένεια]]<br />γ) «[[κρατώ]] τα κλειδιά» ή «[[κρατώ]] τα [[ηνία]]» — [[διευθύνω]], [[διαχειρίζομαι]] ή [[εξουσιάζω]]<br />δ) «[[κρατώ]] τα βιβλία» — [[σημειώνω]] τα έσοδα και τα έξοδα σε λογιστικό [[βιβλίο]], [[τηρώ]] λογιστικά βιβλία<br />ε) «[[κρατώ]] [[μυστικό]]» ή «[[κρατώ]] το [[στόμα]] μου κλειστό» — δεν [[κοινολογώ]] [[κάτι]], [[φυλάγω]] [[μυστικό]]<br />στ) «[[κρατώ]] τα μάτια μου [[κλειστά]]» — [[κάνω]] ότι δεν [[καταλαβαίνω]]<br />ζ) «τον [[κρατώ]] (στο [[χέρι]])» — τον έχω υποχείριο, τον [[κάνω]] ό,τι [[θέλω]], εξαρτάται από μένα<br />η) «[[κρατώ]] κάποιον σε [[απόσταση]]» — δεν [[δίνω]] πολύ [[θάρρος]] σε κάποιον<br />θ) «[[κρατώ]] λογαριασμό» — [[λογαριάζω]], [[σημειώνω]]<br />ι) «[[κρατώ]] το [[φανάρι]]» — [[υποβοηθώ]] τις ερωτικές ενασχολήσεις κάποιου, του [[κάνω]] πλάτες<br />ια) «τον κράτησε στη [[θέση]] του» — δεν τον απέλυσε<br />ιβ) «[[κρατώ]] [[κακία]]» — [[μνησικακώ]]<br />ιγ) «[[κρατώ]] τον λόγο μου» — [[τηρώ]] τον λόγο μου, [[είμαι]] [[συνεπής]] στις υποχρεώσεις που ανέλαβα<br />ιδ) «[[κρατώ]] τη [[θέση]] μου» ή «[[κρατώ]] την αξιοπρέπειά μου» — [[είμαι]] [[αξιοπρεπής]]<br />ιε) «[[κρατώ]] το ίσο» ή «[[κρατώ]] τον ρυθμό» ή «[[κρατώ]] τον χρόνο» — [[διατηρώ]] το ίσο, τον ρυθμό ή τον χρόνο<br />ιστ) «[[κρατώ]] τσίλιες» ή «[[κρατώ]] [[καραούλι]]» — [[φυλάω]] [[σκοπός]], [[προσέχω]]<br />ιζ) «νομίζει ότι κρατάει τον παπά απ' τα γένια» — νομίζει ότι έχει [[μεγάλη]] [[αξία]] ή ότι μπορεί να ασκήσει [[μεγάλη]] [[επιρροή]], νομίζει ότι [[είναι]] [[σπουδαίος]]<br />ιη) «κρατάει τον ίδιο χαβά» — δεν αλλάζει [[συμπεριφορά]], εξακολουθεί να κάνει τα [[ίδια]]<br />ιθ) «[[κρατώ]] πισινή» — επιφυλάσσομαι<br />κ) «[[κρατώ]] [[πόζα]]» ή «[[κρατώ]] μούτρα» — [[εξακολουθώ]] να [[δείχνω]] τη [[δυσανασχέτηση]] ή την αντίδρασή μου<br />κα) «[[κρατώ]] [[κόντρα]]» — [[προβάλλω]] [[αντίσταση]]<br />κβ) «[[κρατώ]] τα μπόσικα» — [[προσπαθώ]] να εξισορροπήσω μια [[κατάσταση]]<br /><b>18.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[κράτα]] με να σέ [[κρατώ]]» — η [[βοήθεια]] [[πρέπει]] να παρέχεται και να ανταποδίδεται<br />β) «[[κάλλιο]] να κρατείς [[παρά]] να περιμένεις» — πιο καλά να έχεις [[λίγα]] και [[γρήγορα]], [[παρά]] [[πολλά]] [[αλλά]] σε απώτερο χρόνο<br />γ) «όπου ακούς [[πολλά]] κεράσια [[κράτα]] και μικρό [[καλάθι]]» — να μην είσαι [[εύπιστος]] σε μεγάλες υποσχέσεις<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αντέχω]], έχω τη [[δύναμη]] ή την [[αντοχή]] (α. «αυτά τα παπούτσια μού κράτησαν δύο [[χρόνια]]» β. «ο [[κάδος]] τρύπησε και δεν κρατάει το [[νερό]]»)<br /><b>2.</b> έχω στη διάθεσή μου ή στα χέρια μου, έχω [[πάνω]] μου (α. «δεν [[κρατώ]] χρήματα» β. «κρατά έγγραφα ενοχοποιητικά για [[σένα]]»)<br /><b>3.</b> [[τηρώ]], [[μένω]] [[πιστός]] (α. «[[κρατώ]] τον όρκο μου» β. «[[κρατώ]] τις παραδόσεις»)<br /><b>4.</b> [[διαρκώ]] («η [[εγχείρηση]] κράτησε [[πέντε]] ώρες»)<br /><b>5.</b> [[θεωρώ]], [[νομίζω]] («σαν [[τέκνο]] τον εκράτει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>6.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[είμαι]] [[εγκρατής]], [[αυτοσυγκρατούμαι]], [[αντέχω]] («δεν κράτησε στον πειρασμό»)<br /><b>7.</b> [[επιτηρώ]]<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[κυριεύω]] («[[τρομάρα]] τον εκράτει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[κρατώ]] τα σκήπτρα» — [[εξουσιάζω]] ή [[είμαι]] πολύ [[ικανός]] σε [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με θηράματα) [[αγριεύω]]<br /><b>2.</b> [[υπερνικώ]]<br /><b>3.</b> (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κρατημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />α) [[ιδιόκτητος]]<br />β) διαλεγμένος, [[ξέχωρος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «κρατῶ δύο μεριές» — έχω δύο δυνατότητες<br />β) «κρατῶ νά...» — [[επιχειρώ]] να...<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]] («[[τότε]] ἐπιλαβόμενος κρατοίη τὸν Ἀχαιόν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]] («καὶ πᾱσαν Αἰάν... κρατῶ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[νικώ]] («δόλῶ δὲ τοὺς ὑπερσχόντας κρατεῖν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερισχύω]] («κρατεῑ δὲ ὁ τῆς ἡδονῆς [[βίος]] τὸν τῆς φρονήσεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξεπερνώ]] κάποιον, [[είμαι]] [[ανώτερος]] από κάποιον (α. «βάρβαρον ναυσὶ κρατῆσαι», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἡ [[φύσις]]... τῶν διδαγμάτων κρατεῑ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> έχω δίκιο, [[πιστεύω]] σωστά («ὁ μὴ πειθόμενος κρατεῑ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[χωνεύω]] την [[τροφή]] («ἄλλα τε [[πολλά]]... ἤψησάν τε καὶ ὤπτησαν καὶ ἔμιξαν... ἡγεύμενοι, ὅσων μέν, ἢν ἰσχυρὰ ἦ, οὐ δυνήσεται κρατεῖν ἡ [[φύσις]]», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> [[αποκαθιστώ]], [[επιδιορθώνω]]<br /><b>6.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ κρατῶν</i><br />α) ο [[άρχοντας]]<br />β) αυτός που έχει την [[επικαρπία]] ενός πράγματος<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κρατοῦντες</i><br />οι νικητές<br /><b>7.</b> (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ἡ κρατοῦσα</i><br />η [[οικοδέσποινα]]<br /><b>8.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ κρατοῦν</i><br />η [[διοίκηση]], η [[εξουσία]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «κρατῶ τῆς λέξεως» — [[κατέχω]] τη [[γλώσσα]], [[χειρίζομαι]] [[ορθά]] τη [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]<br />κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. αποτελεί υποχωρητ. παρ. του <i>ἐπι</i>-<i>κρατῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐπικρατής]])]. | ||
}} | }} |