κρατώ

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558

Greek Monolingual

-άω και -έω (AM κρατῶ, -έω, Α αιολ. τ. κρετέω)
1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ
δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῦ ὄψου, τῇ δὲ ἀριστερᾷ κρατεῖν τὸν ἄρτον», Πλούτ.)
2. έχω τη δύναμη στα χέρια μου, δεσπόζω, κατισχύω («ἢ εἰς Ἤλιδα δῖαν ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί», Ομ. Οδ.)
3. έχω τη γενική επίβλεψη ή τη διεύθυνση, διοικώ, διευθύνω (α. «είναι ικανός να κρατήσει όλο το νοικοκυριό μόνος του» β. «τόσο μικρός και κρατάει όλο το μαγαζί» γ. «οὐ τοὺς κρατοῦντας χρὴ κρατεῖν ἃ μὴ χρεών», Ευρ.)
4. έχω στην κατοχή μου, είμαι κύριος ή κάτοχος (α. «κρατάει δύο σπίτια μόνος του» β. «τῆς δὲ γῆς τῆς μὲν ἄλλης ἐκράτουν οἱ Μυτιληναῖοι», Θουκ.)
5. (για φήμη, έθιμο κ.λπ.) επικρατώ, είμαι διαδεδομένος («κρατεῖ ἡ φήμη παρὰ Καρχηδονίοις», Πολ.)
6. υποχρεώνω ή δεσμεύω κάποιον να κάνει κάτι (α. «μέ κράτησε δύο ώρες στο τηλέφωνο» β. «μέ κράτησαν πάλι για φαγητό» γ. «καθότι οὐκ ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι αὐτὸν ὑπ' αὐτοῦ», ΚΔ)
7. συγκρατώ κάποιον για να μην πάθει ή να μην κάνει κάτι (α. «κράτα το παιδί μην πέσει» β. «μόλις και μετά βίας κρατήθηκε να μην τή σκοτώσει» γ. «ὅσα... αἰσχρὰ τῷ νόμῳ κρατούμενα», Αριστοφ.)
8. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι κρατούντες
αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία, οι κυβερνώντες
νεοελλ.
1. φυλακίζω κάποιον προσωρινά χωρίς να προηγηθεί δικαστική απόφαση ή βούλευμα ή ένταλμα συλλήψεως («τον κράτησαν όλη τη νύχτα στο αστυνομικό τμήμα»)
2. κατάγομαι («γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά κρατάει από τη Χίο»)
3. βοηθώ, ενισχύω («τον κράτησε η Τράπεζα και δεν χρεωκόπησε»)
4. (για χρήματα) παρακρατώ, κατακρατώ (α. «μού κρατάνε κάθε μήνα 30% από τον μισθό μου» β. «μού κράτησε τα ρέστα από το χιλιάρικο»)
5. απασχολώ, καθυστερώ («μη μέ κρατάς άλλο, γιατί βιάζομαι»)
6. (ενεργ. και μέσ.) εμποδίζω ή αναχαιτίζω προσωρινά μια ενέργεια, μια ανάγκη ή παρόρμησή μου (α. «δεν μπόρεσα να κρατήσω τα γέλια μου» β. «δεν κρατιέμαι, θα πάω να της μιλήσω»)
7. συντηρώ, διαφυλάσσω κάτι σε μια κατάσταση (α. «το ψυγείο κράτησε το φαγητό μια βδομάδα» β. «αυτές οι κάλτσες κράτησαν τα πόδια μου ζεστά»)
8. υποστηρίζω κάποιον ηθικά
9. αποταμιεύω («τί τά κρατάει τόσα λεφτά και δεν τά δίνει στο παιδί του;»)
10. διατηρώ, δεν αποβάλλω, δεν ρίχνω από πάνω μου (α. «κάθισε εννιά μήνες στο κρεβάτι, για να κρατήσει το παιδί» β. «η ελιά κράτησε τις ελιές φέτος»)
11. έχω κάποιον σε ένα μέρος και δεν τον αφήνω να φύγει («τί τον κρατάνε στο νοσοκομείο τόσες μέρες;»)
12. (η προστ. ενεστ.) κράτει
α) ως επιφώνημα που δηλώνει, πρόσταγμα διακοπής μιας εργασίας, μιας συνήθειας ή ενός χειρισμού
β) φρ. «κάνω κράτει»
i) σταματώ, διακόπτω
ii) συγκρατούμαι
13. μεσ. κρατιέμαι
α) βρίσκομαι σε ανθηρή κατάσταση από άποψη υγείας ή από οικονομική άποψη
β) πάσχω από παράλυση τών άκρων («έμεινε τρία χρόνια κρατημένος»)
14. (το αρσ. και θηλ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) ο κρατούμενος, η κρατουμένη
αυτός που στερείται ακούσια την προσωπική του ελευθερία
15. (το ουδ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) το κρατούμενο
α) ψηφίο που δηλώνει το πλήθος τών μονάδων, δεκάδων, εκατοντάδων κ.ο.κ. που περισσεύουν σε μια στήλη και μεταφέρονται σε άλλη κατά τις στοιχειώδεις πράξεις της αριθμητικής
β) φρ. «ένα το κρατούμενο» — λέγεται για κάτι που πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν ή να μην ξεχαστεί
16. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κρατημένος, -η, -ο
α) (για τιμές) αυτός που παραμένει σταθερά σε ένα επίπεδο, αυτός που δεν ανέβηκε ή δεν κατρακύλησε
β) επιφυλακτικός
17. φρ. α) «από πού κρατάει η σκούφια του;»
(συνήθως σε περιπτώσεις αμφιβολίας) από πού κατάγεται;
β) «κρατάει από μεγάλο τζάκι» — κατάγεται από επιφανή ή από εύπορη οικογένεια
γ) «κρατώ τα κλειδιά» ή «κρατώ τα ηνία» — διευθύνω, διαχειρίζομαι ή εξουσιάζω
δ) «κρατώ τα βιβλία» — σημειώνω τα έσοδα και τα έξοδα σε λογιστικό βιβλίο, τηρώ λογιστικά βιβλία
ε) «κρατώ μυστικό» ή «κρατώ το στόμα μου κλειστό» — δεν κοινολογώ κάτι, φυλάγω μυστικό
στ) «κρατώ τα μάτια μου κλειστά» — κάνω ότι δεν καταλαβαίνω
ζ) «τον κρατώ (στο χέρι)» — τον έχω υποχείριο, τον κάνω ό,τι θέλω, εξαρτάται από μένα
η) «κρατώ κάποιον σε απόσταση» — δεν δίνω πολύ θάρρος σε κάποιον
θ) «κρατώ λογαριασμό» — λογαριάζω, σημειώνω
ι) «κρατώ το φανάρι» — υποβοηθώ τις ερωτικές ενασχολήσεις κάποιου, του κάνω πλάτες
ια) «τον κράτησε στη θέση του» — δεν τον απέλυσε
ιβ) «κρατώ κακία» — μνησικακώ
ιγ) «κρατώ τον λόγο μου» — τηρώ τον λόγο μου, είμαι συνεπής στις υποχρεώσεις που ανέλαβα
ιδ) «κρατώ τη θέση μου» ή «κρατώ την αξιοπρέπειά μου» — είμαι αξιοπρεπής
ιε) «κρατώ το ίσο» ή «κρατώ τον ρυθμό» ή «κρατώ τον χρόνο» — διατηρώ το ίσο, τον ρυθμό ή τον χρόνο
ιστ) «κρατώ τσίλιες» ή «κρατώ καραούλι» — φυλάω σκοπός, προσέχω
ιζ) «νομίζει ότι κρατάει τον παπά απ' τα γένια» — νομίζει ότι έχει μεγάλη αξία ή ότι μπορεί να ασκήσει μεγάλη επιρροή, νομίζει ότι είναι σπουδαίος
ιη) «κρατάει τον ίδιο χαβά» — δεν αλλάζει συμπεριφορά, εξακολουθεί να κάνει τα ίδια
ιθ) «κρατώ πισινή» — επιφυλάσσομαι
κ) «κρατώ πόζα» ή «κρατώ μούτρα» — εξακολουθώ να δείχνω τη δυσανασχέτηση ή την αντίδρασή μου
κα) «κρατώ κόντρα» — προβάλλω αντίσταση
κβ) «κρατώ τα μπόσικα» — προσπαθώ να εξισορροπήσω μια κατάσταση
18. παροιμ. α) «κράτα με να σέ κρατώ» — η βοήθεια πρέπει να παρέχεται και να ανταποδίδεται
β) «κάλλιο να κρατείς παρά να περιμένεις» — πιο καλά να έχεις λίγα και γρήγορα, παρά πολλά αλλά σε απώτερο χρόνο
γ) «όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι» — να μην είσαι εύπιστος σε μεγάλες υποσχέσεις
νεοελλ.-μσν.
1. αντέχω, έχω τη δύναμη ή την αντοχή (α. «αυτά τα παπούτσια μού κράτησαν δύο χρόνια» β. «ο κάδος τρύπησε και δεν κρατάει το νερό»)
2. έχω στη διάθεσή μου ή στα χέρια μου, έχω πάνω μου (α. «δεν κρατώ χρήματα» β. «κρατά έγγραφα ενοχοποιητικά για σένα»)
3. τηρώ, μένω πιστός (α. «κρατώ τον όρκο μου» β. «κρατώ τις παραδόσεις»)
4. διαρκώ («η εγχείρηση κράτησε πέντε ώρες»)
5. θεωρώ, νομίζω («σαν τέκνο τον εκράτει», Ερωτόκρ.)
6. (ενεργ. και μέσ.) είμαι εγκρατής, αυτοσυγκρατούμαι, αντέχω («δεν κράτησε στον πειρασμό»)
7. επιτηρώ
8. μτφ. κυριεύωτρομάρα τον εκράτει», Ερωτόκρ.)
9. φρ. «κρατώ τα σκήπτρα» — εξουσιάζω ή είμαι πολύ ικανός σε κάτι
μσν.
1. (σχετικά με θηράματα) αγριεύω
2. υπερνικώ
3. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κρατημένος, -η, -ον
α) ιδιόκτητος
β) διαλεγμένος, ξέχωρος
4. φρ. α) «κρατῶ δύο μεριές» — έχω δύο δυνατότητες
β) «κρατῶ νά...» — επιχειρώ να...
μσν.-αρχ.
1. συλλαμβάνωτότε ἐπιλαβόμενος κρατοίη τὸν Ἀχαιόν», Πολ.)
2. καταλαμβάνω, κυριεύω («καὶ πᾶσαν Αἰάν... κρατῶ», Αισχύλ.)
3. νικώ («δόλῶ δὲ τοὺς ὑπερσχόντας κρατεῖν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. μτφ. υπερισχύω («κρατεῖ δὲ ὁ τῆς ἡδονῆς βίος τὸν τῆς φρονήσεως», Πλάτ.)
2. ξεπερνώ κάποιον, είμαι ανώτερος από κάποιον (α. «βάρβαρον ναυσὶ κρατῆσαι», Αισχύλ.
β. «ἡ φύσις... τῶν διδαγμάτων κρατεῖ», Σοφ.)
3. έχω δίκιο, πιστεύω σωστά («ὁ μὴ πειθόμενος κρατεῖ», Πλάτ.)
4. χωνεύω την τροφή («ἄλλα τε πολλά... ἤψησάν τε καὶ ὤπτησαν καὶ ἔμιξαν... ἡγεύμενοι, ὅσων μέν, ἢν ἰσχυρὰ ἦ, οὐ δυνήσεται κρατεῖν ἡ φύσις», Ιπποκρ.)
5. αποκαθιστώ, επιδιορθώνω
6. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ κρατῶν
α) ο άρχοντας
β) αυτός που έχει την επικαρπία ενός πράγματος
γ) στον πληθ. οἱ κρατοῦντες
οι νικητές
7. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ κρατοῦσα
η οικοδέσποινα
8. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ κρατοῦν
η διοίκηση, η εξουσία
9. φρ. «κρατῶ τῆς λέξεως» — κατέχω τη γλώσσα, χειρίζομαι ορθά τη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράτος
κατ' άλλη άποψη, ο τ. αποτελεί υποχωρητ. παρ. του ἐπι-κρατῶ (< ἐπικρατής)].