Σερίφιος: Difference between revisions
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
(4) |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[Σερίφιος]], -ία, -ον, ΝΑ [[Σέριφος]]<br />ο [[κάτοικος]] της νήσου Σέριφος ή αυτός που κατάγεται από τη Σέριφο («oὔτ' ἂν ἐγὼ [[Σερίφιος]] ὢν ἐγενόμην [[ἔνδοξος]], [[οὔτε]] σὺ | |mltxt=-α, -ο / [[Σερίφιος]], -ία, -ον, ΝΑ [[Σέριφος]]<br />ο [[κάτοικος]] της νήσου Σέριφος ή αυτός που κατάγεται από τη Σέριφο («oὔτ' ἂν ἐγὼ [[Σερίφιος]] ὢν ἐγενόμην [[ἔνδοξος]], [[οὔτε]] σὺ Ἀθηναῖος», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Σερίφιος:''' (ρῑ) ὁ уроженец или житель о-ва [[Σέριφος]] Her., Arph., Plat. | |elrutext='''Σερίφιος:''' (ρῑ) ὁ уроженец или житель о-ва [[Σέριφος]] Her., Arph., Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 28 March 2021
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de Sériphos : βάτραχος ÉL grenouille de Sériphos en parl. d’un muet, parce que ces grenouilles étaient muettes {rem. de Chæréphon : pê confusion de Bailly, car βάτραχος désigne aussi la baudroie, muette comme tous les poissons} ; ὁ Σερίφιος habitant de Sériphos.
Étymologie: Σέριφος.
Greek Monolingual
-α, -ο / Σερίφιος, -ία, -ον, ΝΑ Σέριφος
ο κάτοικος της νήσου Σέριφος ή αυτός που κατάγεται από τη Σέριφο («oὔτ' ἂν ἐγὼ Σερίφιος ὢν ἐγενόμην ἔνδοξος, οὔτε σὺ Ἀθηναῖος», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
Σερίφιος: (ρῑ) ὁ уроженец или житель о-ва Σέριφος Her., Arph., Plat.