Ναζωραίος: Difference between revisions
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
(26) |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ | |mltxt=-α, -ο (ΑΜ Ναζωραῖος, -α, -ον) [[Ναζαρέτ]]<br /><b>1.</b> (<b>ως ουσ. και ως επίθ.</b>) αυτός που κατάγεται από τη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης ή ο [[κάτοικος]] της πόλης αυτής<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Ιησού Χριστού<br /><b>3.</b> (<b>στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι Ναζωραίοι</i> και <i>Ναζαρηνοί</i><br />α) οπαδοί ορισμένων σχισματικών ιουδαϊκών κοινοτήτων [[κατά]] τον 4ο και 5ο αιώνα<br />β) οπαδοί διαφόρων αιρέσεων [[κατά]] τον 18ο και 19ο αιώνα στην κεντρική [[Ευρώπη]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:50, 28 March 2021
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ Ναζωραῖος, -α, -ον) Ναζαρέτ
1. (ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που κατάγεται από τη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης ή ο κάτοικος της πόλης αυτής
2. προσωνυμία του Ιησού Χριστού
3. (στον πληθ. ως ουσ.) οι Ναζωραίοι και Ναζαρηνοί
α) οπαδοί ορισμένων σχισματικών ιουδαϊκών κοινοτήτων κατά τον 4ο και 5ο αιώνα
β) οπαδοί διαφόρων αιρέσεων κατά τον 18ο και 19ο αιώνα στην κεντρική Ευρώπη.