κλοπιμαίος: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
(20)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -αίο (AM κλοπιμαῑος, -αία, -αῖον) [[κλόπιμος]]<br />αυτός που αποκτήθηκε με [[κλοπή]], ο [[κλεμμένος]] (α. «η [[αστυνομία]] δεν έχει βρει [[ακόμη]] όλα τα κλοπιμαία αντικείμενα» β. «τὸ φῶς αὐτὸ κλοπιμαῖόν τε καὶ νόθον [[εἶναι]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κλοπιμαίο</i><br />το κλεμμένο [[αντικείμενο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλοπιμαίως</i> (Α)<br />με κλοπιμαίο τρόπο.
|mltxt=-αία, -αίο (AM κλοπιμαῖος, -αία, -αῖον) [[κλόπιμος]]<br />αυτός που αποκτήθηκε με [[κλοπή]], ο [[κλεμμένος]] (α. «η [[αστυνομία]] δεν έχει βρει [[ακόμη]] όλα τα κλοπιμαία αντικείμενα» β. «τὸ φῶς αὐτὸ κλοπιμαῖόν τε καὶ νόθον [[εἶναι]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κλοπιμαίο</i><br />το κλεμμένο [[αντικείμενο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλοπιμαίως</i> (Α)<br />με κλοπιμαίο τρόπο.
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 28 March 2021

Greek Monolingual

-αία, -αίο (AM κλοπιμαῖος, -αία, -αῖον) κλόπιμος
αυτός που αποκτήθηκε με κλοπή, ο κλεμμένος (α. «η αστυνομία δεν έχει βρει ακόμη όλα τα κλοπιμαία αντικείμενα» β. «τὸ φῶς αὐτὸ κλοπιμαῖόν τε καὶ νόθον εἶναι», Λουκιαν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κλοπιμαίο
το κλεμμένο αντικείμενο.
επίρρ...
κλοπιμαίως (Α)
με κλοπιμαίο τρόπο.