βουλαίος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(7)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=βουλαῑος, -α, -ον (Α) [[βουλή]]<br /><b>1.</b> (για θεούς) αυτός που ανήκει στη Βουλή ή έχει [[σχέση]] μ' αυτήν (π. χ. «τὴν Ἑστίαν ἐπώμοσε τὴν βουλαίαν» — ορκίσου στην Εστία της οποίας το [[άγαλμα]] [[είναι]] στημένο στο Βουλευτήριο)<br /><b>2.</b> (για θνητούς) <b>φρ.</b> «θεῶν βουλαῑος» — [[εκείνος]] που παρευρίσκεται στα συμβούλια των θεών<br /><b>3.</b> (για ιερούς χώρους) αυτός στον οποίο συνέρχεται η Βουλή.
|mltxt=βουλαῖος, -α, -ον (Α) [[βουλή]]<br /><b>1.</b> (για θεούς) αυτός που ανήκει στη Βουλή ή έχει [[σχέση]] μ' αυτήν (π. χ. «τὴν Ἑστίαν ἐπώμοσε τὴν βουλαίαν» — ορκίσου στην Εστία της οποίας το [[άγαλμα]] [[είναι]] στημένο στο Βουλευτήριο)<br /><b>2.</b> (για θνητούς) <b>φρ.</b> «θεῶν βουλαῖος» — [[εκείνος]] που παρευρίσκεται στα συμβούλια των θεών<br /><b>3.</b> (για ιερούς χώρους) αυτός στον οποίο συνέρχεται η Βουλή.
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 28 March 2021

Greek Monolingual

βουλαῖος, -α, -ον (Α) βουλή
1. (για θεούς) αυτός που ανήκει στη Βουλή ή έχει σχέση μ' αυτήν (π. χ. «τὴν Ἑστίαν ἐπώμοσε τὴν βουλαίαν» — ορκίσου στην Εστία της οποίας το άγαλμα είναι στημένο στο Βουλευτήριο)
2. (για θνητούς) φρ. «θεῶν βουλαῖος» — εκείνος που παρευρίσκεται στα συμβούλια των θεών
3. (για ιερούς χώρους) αυτός στον οποίο συνέρχεται η Βουλή.