άγαλμα

From LSJ

Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt

Menander, Monostichoi, 547

Greek Monolingual

το (Α ἄγαλμα)
1. γλυπτό ή χυτό ομοίωμα κατασκευασμένο κυρίως από μέταλλο ή μάρμαρο
νεοελλ.
φρ. «στέκει σαν άγαλμα», στέκεται αμίλητος και ακίνητος
αρχ.
1. κόσμημα, στολίδι
2. καύχημα, καμάρι
3. δόξα, τιμή
4. τέρψη, απόλαυση, χαρά
5. ευχάριστο δώρο και γενικά αφιέρωμα, ανάθημα
6. ομοίωμα προς τιμήν κάποιου θεού
7. γλυπτό
8. εικόνα, πορτραίτο
9. ιερογλυφικό σύμβολο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγάλλομαι. Η ετυμολ. της λ., βάσει της σημασίας της, ήδη στον Ησύχιο: «ἄγαλμα
πᾶν ἐφ’ ᾧ τις ἀγάλλεται». Η αρχική σημασία της λ. στα ομηρικά έπη είναι «κόσμημα», «στολίδι τών βασιλέων» (Ιλ. Δ 144) ή «προσφορά προς τους θεούς» χρυσού συνήθως ή υφασμάτων. Στον Ηρόδοτο και στους Αττικούς συγγραφείς σημαίνει «ομοίωμα προσφερόμενο σε κάποιο θεό», ενώ ο Ισοκράτης κάνει διάκριση μεταξύ ομοιωμάτων ανθρώπων (εικόνων) και ομοιώματος του Δία (αγάλματος). Τελικά η σημασία της λ. γενικεύεται ήδη στον Πλάτωνα και είναι ευρύτερη από τη σημ. της λ. ἀνδριάς.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγαλμάτιον
νεοελλ.
αγαλματάκι, αγαλματένιος, αγαλματώδης.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγαλματογλύφος, ἀγαλματοποιός ἀγαλματουργός
νεοελλ.
αγαλματόλιθος, αγαλματοκόσμητος].