κρουναίος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(22)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κρουναῑος, -αία, -ον (Α) [[κρουνός]]<br />αυτός που προέρχεται από [[κρήνη]], ο [[πηγαίος]] («κρουναῑον [[ὕδωρ]]», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=κρουναῖος, -αία, -ον (Α) [[κρουνός]]<br />αυτός που προέρχεται από [[κρήνη]], ο [[πηγαίος]] («κρουναῑον [[ὕδωρ]]», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:55, 28 March 2021

Greek Monolingual

κρουναῖος, -αία, -ον (Α) κρουνός
αυτός που προέρχεται από κρήνη, ο πηγαίος («κρουναῑον ὕδωρ», Αριστοτ.).