πηγαίος
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
Greek Monolingual
-α, -ο / πηγαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
(για νερό) αυτός που ρέει ή αντλείται από πηγή (α. «πηγαῖα ὕδατα», Ιπποκρ. β. «πηγαῖον ἄχθος» — αγγείο γεμάτο νερό από πηγή, Ευρ.
γ. «πηγαῖον ῥέος», Αισχύλ.)
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει σαν να προέρχεται απευθείας από πηγή, αυθόρμητος, αβίαστος, γνήσιος (α. «πηγαίο ταλέντο» β. «πηγαία καλοσύνη»)
μσν.-αρχ.
εκείνος που ανήκει στην πρώτη πηγή, που προέρχεται από τον θεό
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πηγαῖον (κατά τον Ησύχ.) «αρδάνιον»
2. φρ. «πηγαῖαι Κόραι» — οι Νύμφες (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηγή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιραίος)].