επταμόριος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἑπταμόριος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[επτά]] μόρια, μέρη<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἑπταμόριον]]<br />[[επτάλοφος]] («χώραν..., ἣν Σεπτεμπάγιον καλοῡσιν, [[ὅπερ]] ἐστὶν [[ἑπταμόριον]]», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ἑπταμόριος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[επτά]] μόρια, μέρη<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἑπταμόριον]]<br />[[επτάλοφος]] («χώραν..., ἣν Σεπτεμπάγιον καλοῦσιν, [[ὅπερ]] ἐστὶν [[ἑπταμόριον]]», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἑπταμόριος, -ον (Α)
1. αυτός που αποτελείται από επτά μόρια, μέρη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑπταμόριον
επτάλοφος («χώραν..., ἣν Σεπτεμπάγιον καλοῦσιν, ὅπερ ἐστὶν ἑπταμόριον», Πλούτ.).