ημιωριαίος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you

Source
(16)
 
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡμιωριαῑος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί μισή ώρα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἡμιωριαῑον</i><br />η [[διάρκεια]] μισής ώρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ωριαίος]]].
|mltxt=ἡμιωριαῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί μισή ώρα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἡμιωριαῖον</i><br />η [[διάρκεια]] μισής ώρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ωριαίος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἡμιωριαῖος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που διαρκεί μισή ώρα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιωριαῖον
η διάρκεια μισής ώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. ημι- + ωριαίος].