ημιωριαίος: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡμιωριαῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί μισή ώρα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἡμιωριαῑον</i><br />η [[διάρκεια]] μισής ώρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ωριαίος]]].
|mltxt=ἡμιωριαῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί μισή ώρα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἡμιωριαῖον</i><br />η [[διάρκεια]] μισής ώρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ωριαίος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἡμιωριαῖος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που διαρκεί μισή ώρα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιωριαῖον
η διάρκεια μισής ώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. ημι- + ωριαίος].