Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οπωρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
(29)
 
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀπωρίζω]] (Α) [[οπώρα]]<br /><b>1.</b> [[συλλέγω]] καρπούς («τὰ γενναῑα σῡκα ἐπονομαζόμενα ὀπωρίζειν βούληται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρώω]] φρούτα<br /><b>3.</b> [[αφαιρώ]] από κάποιο [[δέντρο]] τους καρπούς («ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῡντες τοὺς [[φοίνικας]]», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=[[ὀπωρίζω]] (Α) [[οπώρα]]<br /><b>1.</b> [[συλλέγω]] καρπούς («τὰ γενναῖα σῡκα ἐπονομαζόμενα ὀπωρίζειν βούληται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρώω]] φρούτα<br /><b>3.</b> [[αφαιρώ]] από κάποιο [[δέντρο]] τους καρπούς («ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῡντες τοὺς [[φοίνικας]]», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 28 March 2021

Greek Monolingual

ὀπωρίζω (Α) οπώρα
1. συλλέγω καρπούς («τὰ γενναῖα σῡκα ἐπονομαζόμενα ὀπωρίζειν βούληται», Πλάτ.)
2. τρώω φρούτα
3. αφαιρώ από κάποιο δέντρο τους καρπούς («ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῡντες τοὺς φοίνικας», Ηρόδ.).