φοίνικας
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
Greek Monolingual
(I)
ο / φοῑνιξ, -οινικός, ΝΜΑ, και λόγιος τ. φοίνιξ Ν
βοτ.
1. (στον τ. φοίνιξ) είδος φυτού που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών της οικογένειας φοινικίδες της τάξης αρεκώδη και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων ένα είδος μεγάλης οικονομικής σημασίας, την χουρμαδιά
2. (κατ' επέκτ.) ο καρπός της χουρμαδιάς, ο χουρμάς
νεοελλ.
1. βοτ. κοινή ονομασία ομάδας φυτών που αποτελούν την οικογένεια φοινικίδες, την μοναδική οικογένεια της τάξης αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών αρεκώδη
2. φρ. «νάνος φοίνικας»
βοτ. κοινή ονομασία του νανώδους φοίνικα Chamaerops humilis, του γένους χαμαίρωψ
αρχ.
1. κλαδί με φύλλα από το παραπάνω δέντρο
2. μικρό κλαδί που χρησίμευε για την κατασκευή στεφάνων για τους νικητές («ὁ νικήσας τὰ ἆθλα ἀνείλετο... τὴν ῥάβδον τοῦ φοίνικος, ἤ τὸν φοίνικα ἔλαβεν», Πολυδ.)
3. ο νάνος φοίνικας
4. είδος φυτού της Αιθιοπίας
5. θαλάσσιο φυτό
6. ζιζάνιο τών σιτηρών, η αίρα
7. είδος κοσμήματος
8. άρωμα που παρασκευαζόταν από τα φύλλα του παραπάνω δέντρου
9. αλοιφή για τα μάτια
10. είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. δένδρου το οποίο ευδοκιμεί στις θερμές ανατολικές περιοχές, από όπου εισήχθη και στην Ελλάδα, γεγονός που δικαιολογεί την προέλευση του ονόματος του από το όν. Φοῖνιξ. Από τη λ. φοῖνιξ έχουν σχηματιστεί τα τοπωνύμια Φοινικοῦς, Φοινικοῦσσα, Φοινικώδης. Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή, στους τ. ponike της δοτ. εν. και ponikipi της οργανικής πληθ., οι οποίοι αναφέρονται σε διακοσμητικά σχέδια καθισμάτων σε σχήμα φύλλου φοίνικα. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. phoenix].
(II)
ο / φοῖνιξ, -οίνικος, ΝΜΑ
μυθ. ιερό πτηνό τών Αιγυπτίων, που έμοιαζε με τον αετό και για το οποίο πίστευαν ότι, όταν διαισθανόταν πως έρχεται το τέλος του, κατασκεύαζε φωλιά από αρωματικά φύλλα και καιγόταν μέσα σε αυτήν, για να αναγεννηθεί μέσα από την ίδια την τέφρα του
νεοελλ.
ονομασία του πρώτου, αργυρού, νομίσματος του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, που κόπηκε στην Αίγινα το 1828 από την κυβέρνηση Καποδίστρια και ονομάστηκε έτσι επειδή έφερε την παράσταση του παραπάνω πτηνού
μσν.
φρ. «φοῖνιξ ἐν ὁπλῇ» — ασθένεια της οπλής τών ζώων (Ιππιατρ.)
αρχ.
μυθ. πτηνό της Ινδίας που εμφανιζόταν κάθε 500 ή κάθε 1.461 χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ονομ. μυθικού πτηνού το οποίο λατρευόταν στην Αίγυπτο, ονομ. που είχε πιθ. προέλθει από την περιοχή της Αραβίας ή της Ινδίας. Κατά μία άποψη, η λ. φοῖνιξ είναι δάνεια από την Αιγυπτιακή και συνδέεται με τον αιγυπτιακό τ. bnu «είδος πτηνού», ενώ, κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για λ. σημιτικής, το πιθανότερο φοινικικής, προέλευσης].