3,276,901
edits
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοχλίας''': -ου, ὁ, ([[κόχλος]]) «σάλιαγκος», «σαλιαγκάρι» | |lstext='''κοχλίας''': -ου, ὁ, ([[κόχλος]]) «σάλιαγκος», «σαλιαγκάρι» μετὰ ἑλικοειδοῦς ὀστράκου, Λατ. cochlea, Ἀχαι. παρ’ Ἀθην. 63Β, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 2, κτλ.· ἀπιστότερος εἶ τῶν κοχλιῶν, [[διότι]] οὗτοι συστέλλονται, ζαρώνουν ἐντὸς τοῦ ὀστράκου των ἐπὶ τῇ ἐλαχίστῃ ἁφῇ, Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 2, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 29., 4. 4, 2· [[ὥσπερ]] κ. σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1· ἐτρώγοντο δὲ κατὰ τὰς εὐωχίας, Θεόκρ. 14. 17 ([[ἔνθα]] ὁ [[ἐπίσκοπος]] Wordsworth διορθοῖ: [[βολβός]], [[κτείς]], [[κοχλίας]]). ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] συνεστραμμένον ἑλικοειδῶς, ὡς τὸ [[ἕλιξ]]: 1) «βίδα», Γεωπ. 8. 29. 2) ἑλικοειδὴς μηχανὴ πρὸς ἀνύψωσιν ὕδατος, ὁ [[κοχλίας]] τοῦ Ἀρχιμήδους, Στράβ. 807, 819, Διόδ. 1. 34, Ἀθήν. 208F. 3) [[ἀναβάθρα]] [[ἑλικοειδής]], διὰ κοχλίου τὴν ἀνάβασιν ἔχει Στράβ. 795. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |