πνέω: Difference between revisions

12 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πνέω''': ποιητ. [[πνείω]] ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. πλὴν ἐν Ὀδ. Ε. 469 (ἴδε [[ἐπιπνέω]])· Ἰων. παρατ. πνείεσκον Ἀνθ. Π. 8. 193, κτλ.· ― μέλλ. πνεύσομαι (ἐμ-) Εὐρ. Ἀνδρ. 555, (παρα-) ·Ἱππ. 648. 40· Δωρ. πνευσοῦμαι [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀττ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 1221, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 17· πνεύσω μόνον παρὰ μεταγεν. ποιητ., ὡς Κόϊντ. Σμ. 13, 516, Ἀνθ. Π. 9. 112 ([[διότι]] τὸ πνευσόντων παρὰ Δημ. 284. 17 νῦν διορθοῦται)· ― ἀόρ. α΄ ἔπνευσα Ἡσ. Ἔρ. κ. Ἡμ. 506, Τραγ., κτλ., (ἐν-) Ὅμ.· (ἀν-) Σοφ., κτλ. ― πρκμ. πέπνευκα (ἐπι-) Πλάτ. Φαῖδρ. 262D, (ἐκ-) Ἀριστ. Προβλ. 11. 41. ― Παθ., μέλλ. πνευσθήσομαι Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 1· ― ἀόρ. ἐπνεύσθην (δι-) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 5, 6, κτλ.· πρκμ. πέπνευσμαι Ἰουστῖν. Μάρτ. ― Ὁ Ὅμ. καὶ οἱ δοκιμώτατοι τῶν πεζογράφων χρῶνται τῷ ἁπλῷ ῥήματι μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., εἰς οὓς οἱ Ἀττ. ποιηταὶ προσθέτουσι τὸν μέλλ. καὶ ἀόρ. α΄ ἐνεργ. ― Περὶ τῶν Ἐπικ. τύπων [[ἄμπνυε]], -πνύνθη, -πνυτο, ἴδε ἐν λ. [[ἀναπνέω]]· καὶ περὶ τοῦ παθ. πρκμ. πέπνῡμαι, μετοχ. πεπνῡμένος ἴδε ἐν λ. [[πέπνυμαι]]. ― Ὡς ἄλλα δισύλλαβα ῥήματα εἰς -έω, τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο πάσχει συναίρεσιν μόνον [[ὅπου]] συμπέσωσιν εε, εει, ἀλλὰ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1493, 1517 ([[ἅπερ]] ἀμφότερα [[εἶναι]] χωρία λυρικὰ) τὸ ἐκπνέων [[εἶναι]] δισύλλαβ. (Ἐκ τῆς √ΠΝΥ· πρβλ. πέπνυμαι, πνοή, πνεῦμα, πινυτός, πινύσκω, ἀπινύσσω, ποιπνύω, ἴδε καὶ ἐν λ. [[πνεύμων]]· πρβλ. Ἀρχ. Γερμ. fneh-an (amhelare), fnast (anhelitus)· ― τὸ [[πνίγω]] δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς κατὰ τροποποίησιν παραγόμενον ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, Κούρτ. ἀρ. 370.) Ὡς καὶ νῦν, [[πνέω]], φυσῶ, ἐπὶ ἀνέμου, καὶ αὔρας, κλπ., οὐδὲ ποτ’ οὖροι πνείοντες φαίνοντ’ Ὀδ. Δ. 361· αὔρη δ’ ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει Ε. 469· [[ἐτησίαι]]... οὐκ ἔπνευσαν Ἡρόδ. 2. 20· καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.· τῷ πνέοντι (δηλ. ἀνέμῳ ἢ πνεύματι) Λουκ. Χάρων 3· ἡ πνέουσα (δηλ. [[αὔρα]]) Πράξ. Ἀπ. κζ΄, 40· ― ἐπὶ τῶν αὐλητῶν, Πολυδ. Δ΄, 72· αὐλοὺς ἡδὺ πνέοντας Ἀνθ. Π. 6. 254· καὶ ἐπὶ αὐτῶν τῶν αὐλῶν, πνεῖται, αὐλοὶ ἠχοῦσι, Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 57. ΙΙ. [[πνέω]], [[ἐκπέμπω]] ὀσμήν, ἀμβροσίη... ἡδὺ πνείουσα Ὀδ. Δ. 446, πν. εὐῶδες, δυσῶδες Πολυδ. Β΄, 75, κτλ. 2) [[μετὰ]] γεν., [[ἐκπέμπω]] ὀσμὴν πράγματός τινος, οὐ [[μύρον]] πνέον Σοφ. Ἀποσπ. 147· τράγου πν. Ἀνθ. Π. 11. 240· σπανίως [[μετὰ]] δοτ., μύροισι πν. [[αὐτόθι]] 5. 200· ― [[ὡσαύτως]] [[συχνάκις]] [[πνέω]], [[ἀποπνέω]], χαρίτων πνείοντα [[μέλη]] Σιμωνίδ. 116· πνείων εὐεπίης Χριστοδ. Ἔκφρ. 417· ἠνορέης [[αὐτόθι]] 231· ὄμματα... πόθου… πνείοντα Ἀνθ. Π. 5. 259, Vern. εἰς Τρυφ. (γραπτ. Τριφ.) 505 αὐθαδείας Διον. Ἁλ. 7. 51. ΙΙΙ. ἐπὶ ζῴων [[ἀναπνέω]] δυνατὰ ἢ βαθέως, [[ἀσθμαίνω]], Ἰλ. Ν. 385· ὕπνῳ πνεῖν Αἰσχύλ. Χο. 622. IV. [[καθόλου]], [[ἀναπνέω]], [[ὅθεν]] ζῶ, Ἰλ. Ρ. 447, Ὀδ. Σ. 131· οἱ πνέοντες, = οἱ ζῶντες, Σοφ. Τρ. 1160· [[ὄλβος]] ἀεὶ πνεῖ Ἀνθ. Π. 15. 22. V. μεταφορ., [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., μένεα πνείοντες, πνέοντες τόλμην, ὡς ἐπίθ. τῶν πολεμιστῶν, Ἰλ. Β. 536, Γ. 8, Λ. 508, κτλ.· οὕτω, πῦρ, φλόγα πν. Ἡσ. Θ. 319, Πινδ. Ἀποσπ. 112· φόνον δόμοι πνέουσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1309· κότον πνέων ὁ αὐτ. ἐν Χο. 34, πρβλ. 952· φρενὸς πνέων τροπαίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 219· Ἄρη πνεόντων [[αὐτόθι]] 376· πνέων [[χάριν]] τινὶ [[αὐτόθι]] 1209· πῦρ πνεόντων... ἄστρων Σοφ. Ἀντ. 1146· πῦρ καὶ φόνον πν. Εὐρ. Ι. Τ. 288· ὠδῖνας ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 862· πν. ἔρωτα (ὡς παρ’ Ὁρατ. spirabat amores) Ἀνθ. Π. 2. 170· [[οὕτως]] ἐν παρῳδουμένοις τῶν τραγικῶν χωρίοις παρὰ τοῖς κωμικοῖς, πνέοντας [[δόρυ]] καὶ λόγχας Ἀριστοφ. Βάτρ. 1016· τρέχει τις Ἀλφειὸν πνέων, ἐπὶ ὠκύποδος δρομέως, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1121, κτλ.· καὶ ἐν ῥητορικῷ τινι χωρίῳ, οἱ πῦρ πνέοντες, οἱ νενικηκότες Λακεδαιμονίους Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 12. 2) μέγα πνεῖν, μεγάλα φρονεῖν, ὑπερηφανεύεσθαι, Λατ. magnum spirare, Εὐρ. Ἀνδρ. 189· τόσονδ’ ἔπνευσας [[αὐτόθι]] 327· κενεὰ πνεύσαις Πινδ. Ο. 10 (11), 111: χαμηλὰ πνέων ὁ αὐτ. ἐν Π. 11. 46· ― [[ὡσαύτως]] ἀπολ., [[ὑπὲρ]] σακέων πνείοντες, πνέοντες [[ὑπεράνω]] τῶν ἀσπίδων των, δηλ. μὴ δυνάμενοι νὰ καθησυχάσωσι τὴν πρὸς πόλεμον ὁρμήν των, ὡς τὸ τοῦ Στατίου animus ultra thoracas anhelus, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 24· οὕτω, θρασείᾳ πνέων καρδίᾳ Πινδ. Π. 10. 69· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ ὀνομ., [[ὡσεὶ]] ὁ πνέων ἦν [[ἄνεμος]], [[μέγας]] πνέων Εὐρ. Ρῆσ. 323· πολὺς ἔπνει καὶ λαμπρὸς ἦν Δημ. 787. 20· [[οὗτος]]... [[καικίας]] ἢ [[συκοφαντίας]] πνεῖ Ἀριστοφ. Ἱππ. 437· ᾧ σὺ μὴ πνεύσῃς [[ἐνδέξιος]], εἰς ὃν σὺ μὴ πνεύσῃς εὐνοϊκῶς, μὴ [[ἴσθι]] εὔνους, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 9. 3.
|lstext='''πνέω''': ποιητ. [[πνείω]] ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. πλὴν ἐν Ὀδ. Ε. 469 (ἴδε [[ἐπιπνέω]])· Ἰων. παρατ. πνείεσκον Ἀνθ. Π. 8. 193, κτλ.· ― μέλλ. πνεύσομαι (ἐμ-) Εὐρ. Ἀνδρ. 555, (παρα-) ·Ἱππ. 648. 40· Δωρ. πνευσοῦμαι [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀττ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 1221, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 17· πνεύσω μόνον παρὰ μεταγεν. ποιητ., ὡς Κόϊντ. Σμ. 13, 516, Ἀνθ. Π. 9. 112 ([[διότι]] τὸ πνευσόντων παρὰ Δημ. 284. 17 νῦν διορθοῦται)· ― ἀόρ. α΄ ἔπνευσα Ἡσ. Ἔρ. κ. Ἡμ. 506, Τραγ., κτλ., (ἐν-) Ὅμ.· (ἀν-) Σοφ., κτλ. ― πρκμ. πέπνευκα (ἐπι-) Πλάτ. Φαῖδρ. 262D, (ἐκ-) Ἀριστ. Προβλ. 11. 41. ― Παθ., μέλλ. πνευσθήσομαι Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 1· ― ἀόρ. ἐπνεύσθην (δι-) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 5, 6, κτλ.· πρκμ. πέπνευσμαι Ἰουστῖν. Μάρτ. ― Ὁ Ὅμ. καὶ οἱ δοκιμώτατοι τῶν πεζογράφων χρῶνται τῷ ἁπλῷ ῥήματι μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., εἰς οὓς οἱ Ἀττ. ποιηταὶ προσθέτουσι τὸν μέλλ. καὶ ἀόρ. α΄ ἐνεργ. ― Περὶ τῶν Ἐπικ. τύπων [[ἄμπνυε]], -πνύνθη, -πνυτο, ἴδε ἐν λ. [[ἀναπνέω]]· καὶ περὶ τοῦ παθ. πρκμ. πέπνῡμαι, μετοχ. πεπνῡμένος ἴδε ἐν λ. [[πέπνυμαι]]. ― Ὡς ἄλλα δισύλλαβα ῥήματα εἰς -έω, τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο πάσχει συναίρεσιν μόνον [[ὅπου]] συμπέσωσιν εε, εει, ἀλλὰ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1493, 1517 ([[ἅπερ]] ἀμφότερα [[εἶναι]] χωρία λυρικὰ) τὸ ἐκπνέων [[εἶναι]] δισύλλαβ. (Ἐκ τῆς √ΠΝΥ· πρβλ. πέπνυμαι, πνοή, πνεῦμα, πινυτός, πινύσκω, ἀπινύσσω, ποιπνύω, ἴδε καὶ ἐν λ. [[πνεύμων]]· πρβλ. Ἀρχ. Γερμ. fneh-an (amhelare), fnast (anhelitus)· ― τὸ [[πνίγω]] δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς κατὰ τροποποίησιν παραγόμενον ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, Κούρτ. ἀρ. 370.) Ὡς καὶ νῦν, [[πνέω]], φυσῶ, ἐπὶ ἀνέμου, καὶ αὔρας, κλπ., οὐδὲ ποτ’ οὖροι πνείοντες φαίνοντ’ Ὀδ. Δ. 361· αὔρη δ’ ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει Ε. 469· [[ἐτησίαι]]... οὐκ ἔπνευσαν Ἡρόδ. 2. 20· καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.· τῷ πνέοντι (δηλ. ἀνέμῳ ἢ πνεύματι) Λουκ. Χάρων 3· ἡ πνέουσα (δηλ. [[αὔρα]]) Πράξ. Ἀπ. κζ΄, 40· ― ἐπὶ τῶν αὐλητῶν, Πολυδ. Δ΄, 72· αὐλοὺς ἡδὺ πνέοντας Ἀνθ. Π. 6. 254· καὶ ἐπὶ αὐτῶν τῶν αὐλῶν, πνεῖται, αὐλοὶ ἠχοῦσι, Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 57. ΙΙ. [[πνέω]], [[ἐκπέμπω]] ὀσμήν, ἀμβροσίη... ἡδὺ πνείουσα Ὀδ. Δ. 446, πν. εὐῶδες, δυσῶδες Πολυδ. Β΄, 75, κτλ. 2) μετὰ γεν., [[ἐκπέμπω]] ὀσμὴν πράγματός τινος, οὐ [[μύρον]] πνέον Σοφ. Ἀποσπ. 147· τράγου πν. Ἀνθ. Π. 11. 240· σπανίως μετὰ δοτ., μύροισι πν. [[αὐτόθι]] 5. 200· ― [[ὡσαύτως]] [[συχνάκις]] [[πνέω]], [[ἀποπνέω]], χαρίτων πνείοντα [[μέλη]] Σιμωνίδ. 116· πνείων εὐεπίης Χριστοδ. Ἔκφρ. 417· ἠνορέης [[αὐτόθι]] 231· ὄμματα... πόθου… πνείοντα Ἀνθ. Π. 5. 259, Vern. εἰς Τρυφ. (γραπτ. Τριφ.) 505 αὐθαδείας Διον. Ἁλ. 7. 51. ΙΙΙ. ἐπὶ ζῴων [[ἀναπνέω]] δυνατὰ ἢ βαθέως, [[ἀσθμαίνω]], Ἰλ. Ν. 385· ὕπνῳ πνεῖν Αἰσχύλ. Χο. 622. IV. [[καθόλου]], [[ἀναπνέω]], [[ὅθεν]] ζῶ, Ἰλ. Ρ. 447, Ὀδ. Σ. 131· οἱ πνέοντες, = οἱ ζῶντες, Σοφ. Τρ. 1160· [[ὄλβος]] ἀεὶ πνεῖ Ἀνθ. Π. 15. 22. V. μεταφορ., μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., μένεα πνείοντες, πνέοντες τόλμην, ὡς ἐπίθ. τῶν πολεμιστῶν, Ἰλ. Β. 536, Γ. 8, Λ. 508, κτλ.· οὕτω, πῦρ, φλόγα πν. Ἡσ. Θ. 319, Πινδ. Ἀποσπ. 112· φόνον δόμοι πνέουσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1309· κότον πνέων ὁ αὐτ. ἐν Χο. 34, πρβλ. 952· φρενὸς πνέων τροπαίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 219· Ἄρη πνεόντων [[αὐτόθι]] 376· πνέων [[χάριν]] τινὶ [[αὐτόθι]] 1209· πῦρ πνεόντων... ἄστρων Σοφ. Ἀντ. 1146· πῦρ καὶ φόνον πν. Εὐρ. Ι. Τ. 288· ὠδῖνας ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 862· πν. ἔρωτα (ὡς παρ’ Ὁρατ. spirabat amores) Ἀνθ. Π. 2. 170· [[οὕτως]] ἐν παρῳδουμένοις τῶν τραγικῶν χωρίοις παρὰ τοῖς κωμικοῖς, πνέοντας [[δόρυ]] καὶ λόγχας Ἀριστοφ. Βάτρ. 1016· τρέχει τις Ἀλφειὸν πνέων, ἐπὶ ὠκύποδος δρομέως, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1121, κτλ.· καὶ ἐν ῥητορικῷ τινι χωρίῳ, οἱ πῦρ πνέοντες, οἱ νενικηκότες Λακεδαιμονίους Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 12. 2) μέγα πνεῖν, μεγάλα φρονεῖν, ὑπερηφανεύεσθαι, Λατ. magnum spirare, Εὐρ. Ἀνδρ. 189· τόσονδ’ ἔπνευσας [[αὐτόθι]] 327· κενεὰ πνεύσαις Πινδ. Ο. 10 (11), 111: χαμηλὰ πνέων ὁ αὐτ. ἐν Π. 11. 46· ― [[ὡσαύτως]] ἀπολ., [[ὑπὲρ]] σακέων πνείοντες, πνέοντες [[ὑπεράνω]] τῶν ἀσπίδων των, δηλ. μὴ δυνάμενοι νὰ καθησυχάσωσι τὴν πρὸς πόλεμον ὁρμήν των, ὡς τὸ τοῦ Στατίου animus ultra thoracas anhelus, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 24· οὕτω, θρασείᾳ πνέων καρδίᾳ Πινδ. Π. 10. 69· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ ὀνομ., [[ὡσεὶ]] ὁ πνέων ἦν [[ἄνεμος]], [[μέγας]] πνέων Εὐρ. Ρῆσ. 323· πολὺς ἔπνει καὶ λαμπρὸς ἦν Δημ. 787. 20· [[οὗτος]]... [[καικίας]] ἢ [[συκοφαντίας]] πνεῖ Ἀριστοφ. Ἱππ. 437· ᾧ σὺ μὴ πνεύσῃς [[ἐνδέξιος]], εἰς ὃν σὺ μὴ πνεύσῃς εὐνοϊκῶς, μὴ [[ἴσθι]] εὔνους, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 9. 3.
}}
}}
{{bailly
{{bailly