Anonymous

πνέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  26 March 2021
m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
m (Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και επικ. τ. [[πνείω]] Α<br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[φυσώ]] (α. «πνέει [[ισχυρός]] [[άνεμος]]» β. «αὔρη δ' ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για το Άγιο Πνεύμα) [[επιφοιτώ]], [[φωτίζω]] («πνεῦμα [[ὅπου]] θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «πνέει [[άνεμος]] ελευθερίας» — η [[ελευθερία]] έχει επικρατήσει<br />β) «[[πνέω]] τα λοίσθια» — [[εκπνέω]], [[βγάζω]] την τελευταία μου [[πνοή]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «μένεα [[πνέω]]» — [[είμαι]] πολύ οργισμένος, [[διάκειμαι]] εχθρικά [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αυλητή) αυτός που παίζει αυλό<br /><b>2.</b> (παθ. απρόσ.) <i>πνεῑται</i><br />(για αυλό) ηχεί<br /><b>3.</b> [[αναδίδω]] [[οσμή]], [[μυρίζω]], όζω (α. «οὐ μύρου πνέον», <b>Σοφ.</b><br />β. «λύθρου καὶ αἵματος πνέειν», Κόιντ.<br />γ. «Χαρίτων πνείοντα [[μέλη]]», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) δυσκολεύομαι να αναπνεύσω, [[πάσχω]] από [[άσθμα]]<br /><b>5.</b> [[αναπνέω]]<br /><b>6.</b> ζω («ἀνδρῶν πνεόντων μηδενὸς θανεῑν ὕπος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[βγάζω]] [[κάτι]] με την [[αναπνοή]], [[ξεφυσώ]]<br /><b>8.</b> [[σπεύδω]]<br /><b>9.</b> [[διάκειμαι]] ευμενώς, [[παρέχω]] [[εύνοια]] («ᾧ σὺ μὴ πνεύσῃς [[ἐνδέξιος]]», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>10.</b> (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ἡ πνέουσα</i><br />η απαλή [[αύρα]]<br /><b>11.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ πνέων</i><br /><i>ο</i> [[άνεμος]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μένος]] [[πνέω]]» — [[αναδίδω]] [[ανδρεία]], [[γενναιότητα]]<br />β) «πῡρ [[πνέω]]»<br />i) [[βγάζω]] από το [[στόμα]] [[φωτιά]]<br />ii) (για αστέρες) [[εκπέμπω]] φως, [[λάμπω]]<br />γ) «φλέγων [[πνέω]] τινί» — καιγόμενος από [[κάτι]] [[βράζω]] («[[σιδηρόφρων]] γὰρ θυμὸς ἀνδρείᾳ φλέγων ἔπνει», <b>Αισχύλ.</b>)<br />δ) «[[πνέω]] ἐπὶ τινι κότον» — [[μισώ]] κάποιον<br />ε) «Ἄρη [[πνέω]]» — έχω άγριες, πολεμικές διαθέσεις<br />στ) «[[πνέω]] μόγον» — [[είμαι]] πολύ κουρασμένος<br />ζ) «[[πνέω]] φόνον»<br />i) [[παρέχω]] αποδείξεις για τη [[διάπραξη]] ενός φόνου<br />ii) (για [[οίκημα]]) [[αναδίδω]] την [[οσμή]] αίματος ενός φόνου που έγινε<br />η) «ώδῑνας [[πνέω]]» — [[βγάζω]] κραυγές όπως η ετοιμόγεννη [[γυναίκα]] («[[οὔτε]] γῆς σεισμὸς κεραυνοῡ τ' [[οἶστρος]] ὠδῑνας πνέων», <b>Ευρ.</b>)<br />θ) «[[πνέω]] [[χάριν]]» — [[εμπνέω]] [[αγάπη]], [[συμπάθεια]]<br />ι) «[[τρέχω]] πνέων» — [[τρέχω]] [[γρήγορα]] σαν τον άνεμο<br />ια) «μεγάλα [[πνέω]]» — περιφανεύομαι, [[κομπάζω]]<br />ιβ) «πολὺς [[πνέω]] [[παρά]] τινι» — θεωρούμαι [[μεγάλος]] και [[τρανός]]<br />ιγ) «[[μέγας]] [[πνέω]]» — [[αποβαίνω]] [[καταστροφικός]]<br />ιδ) «[[πνέω]] πολύ»<br />i) [[φυσώ]] [[δυνατά]]<br />ii) [[δημιουργώ]] δυσκολίες<br />ιε) «κενεὰ [[πνέω]]» — [[σκέπτομαι]] άσκοπα, [[ματαιοφρονώ]]<br />ιστ) «χαμηλὰ [[πνέω]]» — έχω ταπεινό [[φρόνημα]], [[είμαι]] [[μικρόψυχος]]<br />ιζ) «[[ὑπὲρ]] σακέων [[πνέω]]»<br />i) [[ξεφυσώ]] από πολεμική [[μανία]]<br />ii) [[μάχομαι]] [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]] («βοιωτοὶ πλήξιπποι, [[ὑπὲρ]] σακέων πνείοντες», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πνέω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πνέ</i>(<i>F</i>)<i>ω</i>) ανάγεται σε εκφραστική ηχομιμητική ΙΕ [[ρίζα]] <i>pneu</i>- «[[ασθμαίνω]], [[αναπνέω]]» και συνδέεται με τα: αρχ. νορβ. <i>fnysa</i> «[[ασθμαίνω]], [[λαχανιάζω]]» και αγγλοσαξ. <i>fn</i><i>ē</i><i>osan</i> «[[πταρνίζομαι]]». Όλα τα ονοματικά παράγωγα του ρ. [[πνέω]], [[πνεῦμα]], <i>πνεύσις</i>, [[πνευστός]], [[εκτός]] από την [[πνοή]] (ετεροιωμένη [[βαθμίδα]]), εμφανίζουν την απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας, ενώ η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>πνυ</i>- εμφανίζεται στις συνθ. προστ. [[ἄμπνυε]], [[ἄμπνυτο]] και στον συνθ. παθ. αόρ. <i>ἀμπνύ</i>(<i>ν</i>)<i>θη</i>. Η [[σύνδεση]] του ρ., εξάλλου, με τον τ. παρακμ. [[πέπνυμαι]] και το επίθ. [[πνυτός]]<br />[[ἔμφρων]], [[σώφρων]] (Ησύχιος) προσκρούει σε σοβαρές σημασιολογικές δυσχέρειες (<b>βλ. λ.</b> [[πέπνυμαι]]). Για τις σημασιολογικές εξελίξεις της ρίζας του [[πνέω]], <b>βλ. λ.</b> [[πνεύμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πνεύμα]], <i>πνεύσις</i>, [[πνευστός]], [[πνοή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αναπνέω]], [[αποπνέω]], [[διαπνέω]], [[εισπνέω]], [[εκπνέω]], [[εμπνέω]], [[υποπνέω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επαναπνέω]], <i>επικαταπνέω</i>, [[επιπνέω]], [[καταπνέω]], [[μεταπνέω]], [[παραπνέω]], [[περιπνέω]], [[προσπνέω]].
|mltxt=ΝΜΑ, και επικ. τ. [[πνείω]] Α<br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[φυσώ]] (α. «πνέει [[ισχυρός]] [[άνεμος]]» β. «αὔρη δ' ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για το Άγιο Πνεύμα) [[επιφοιτώ]], [[φωτίζω]] («πνεῦμα [[ὅπου]] θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «πνέει [[άνεμος]] ελευθερίας» — η [[ελευθερία]] έχει επικρατήσει<br />β) «[[πνέω]] τα λοίσθια» — [[εκπνέω]], [[βγάζω]] την τελευταία μου [[πνοή]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «μένεα [[πνέω]]» — [[είμαι]] πολύ οργισμένος, [[διάκειμαι]] εχθρικά [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αυλητή) αυτός που παίζει αυλό<br /><b>2.</b> (παθ. απρόσ.) <i>πνεῑται</i><br />(για αυλό) ηχεί<br /><b>3.</b> [[αναδίδω]] [[οσμή]], [[μυρίζω]], όζω (α. «οὐ μύρου πνέον», <b>Σοφ.</b><br />β. «λύθρου καὶ αἵματος πνέειν», Κόιντ.<br />γ. «Χαρίτων πνείοντα [[μέλη]]», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) δυσκολεύομαι να αναπνεύσω, [[πάσχω]] από [[άσθμα]]<br /><b>5.</b> [[αναπνέω]]<br /><b>6.</b> ζω («ἀνδρῶν πνεόντων μηδενὸς θανεῖν ὕπος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[βγάζω]] [[κάτι]] με την [[αναπνοή]], [[ξεφυσώ]]<br /><b>8.</b> [[σπεύδω]]<br /><b>9.</b> [[διάκειμαι]] ευμενώς, [[παρέχω]] [[εύνοια]] («ᾧ σὺ μὴ πνεύσῃς [[ἐνδέξιος]]», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>10.</b> (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ἡ πνέουσα</i><br />η απαλή [[αύρα]]<br /><b>11.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ πνέων</i><br /><i>ο</i> [[άνεμος]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μένος]] [[πνέω]]» — [[αναδίδω]] [[ανδρεία]], [[γενναιότητα]]<br />β) «πῡρ [[πνέω]]»<br />i) [[βγάζω]] από το [[στόμα]] [[φωτιά]]<br />ii) (για αστέρες) [[εκπέμπω]] φως, [[λάμπω]]<br />γ) «φλέγων [[πνέω]] τινί» — καιγόμενος από [[κάτι]] [[βράζω]] («[[σιδηρόφρων]] γὰρ θυμὸς ἀνδρείᾳ φλέγων ἔπνει», <b>Αισχύλ.</b>)<br />δ) «[[πνέω]] ἐπὶ τινι κότον» — [[μισώ]] κάποιον<br />ε) «Ἄρη [[πνέω]]» — έχω άγριες, πολεμικές διαθέσεις<br />στ) «[[πνέω]] μόγον» — [[είμαι]] πολύ κουρασμένος<br />ζ) «[[πνέω]] φόνον»<br />i) [[παρέχω]] αποδείξεις για τη [[διάπραξη]] ενός φόνου<br />ii) (για [[οίκημα]]) [[αναδίδω]] την [[οσμή]] αίματος ενός φόνου που έγινε<br />η) «ώδῑνας [[πνέω]]» — [[βγάζω]] κραυγές όπως η ετοιμόγεννη [[γυναίκα]] («[[οὔτε]] γῆς σεισμὸς κεραυνοῡ τ' [[οἶστρος]] ὠδῑνας πνέων», <b>Ευρ.</b>)<br />θ) «[[πνέω]] [[χάριν]]» — [[εμπνέω]] [[αγάπη]], [[συμπάθεια]]<br />ι) «[[τρέχω]] πνέων» — [[τρέχω]] [[γρήγορα]] σαν τον άνεμο<br />ια) «μεγάλα [[πνέω]]» — περιφανεύομαι, [[κομπάζω]]<br />ιβ) «πολὺς [[πνέω]] [[παρά]] τινι» — θεωρούμαι [[μεγάλος]] και [[τρανός]]<br />ιγ) «[[μέγας]] [[πνέω]]» — [[αποβαίνω]] [[καταστροφικός]]<br />ιδ) «[[πνέω]] πολύ»<br />i) [[φυσώ]] [[δυνατά]]<br />ii) [[δημιουργώ]] δυσκολίες<br />ιε) «κενεὰ [[πνέω]]» — [[σκέπτομαι]] άσκοπα, [[ματαιοφρονώ]]<br />ιστ) «χαμηλὰ [[πνέω]]» — έχω ταπεινό [[φρόνημα]], [[είμαι]] [[μικρόψυχος]]<br />ιζ) «[[ὑπὲρ]] σακέων [[πνέω]]»<br />i) [[ξεφυσώ]] από πολεμική [[μανία]]<br />ii) [[μάχομαι]] [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]] («βοιωτοὶ πλήξιπποι, [[ὑπὲρ]] σακέων πνείοντες», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πνέω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πνέ</i>(<i>F</i>)<i>ω</i>) ανάγεται σε εκφραστική ηχομιμητική ΙΕ [[ρίζα]] <i>pneu</i>- «[[ασθμαίνω]], [[αναπνέω]]» και συνδέεται με τα: αρχ. νορβ. <i>fnysa</i> «[[ασθμαίνω]], [[λαχανιάζω]]» και αγγλοσαξ. <i>fn</i><i>ē</i><i>osan</i> «[[πταρνίζομαι]]». Όλα τα ονοματικά παράγωγα του ρ. [[πνέω]], [[πνεῦμα]], <i>πνεύσις</i>, [[πνευστός]], [[εκτός]] από την [[πνοή]] (ετεροιωμένη [[βαθμίδα]]), εμφανίζουν την απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας, ενώ η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>πνυ</i>- εμφανίζεται στις συνθ. προστ. [[ἄμπνυε]], [[ἄμπνυτο]] και στον συνθ. παθ. αόρ. <i>ἀμπνύ</i>(<i>ν</i>)<i>θη</i>. Η [[σύνδεση]] του ρ., εξάλλου, με τον τ. παρακμ. [[πέπνυμαι]] και το επίθ. [[πνυτός]]<br />[[ἔμφρων]], [[σώφρων]] (Ησύχιος) προσκρούει σε σοβαρές σημασιολογικές δυσχέρειες (<b>βλ. λ.</b> [[πέπνυμαι]]). Για τις σημασιολογικές εξελίξεις της ρίζας του [[πνέω]], <b>βλ. λ.</b> [[πνεύμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πνεύμα]], <i>πνεύσις</i>, [[πνευστός]], [[πνοή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αναπνέω]], [[αποπνέω]], [[διαπνέω]], [[εισπνέω]], [[εκπνέω]], [[εμπνέω]], [[υποπνέω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επαναπνέω]], <i>επικαταπνέω</i>, [[επιπνέω]], [[καταπνέω]], [[μεταπνέω]], [[παραπνέω]], [[περιπνέω]], [[προσπνέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm