3,276,901
edits
m (Text replacement - "prov." to "prov.") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τέρπω''': Ἐπικ. ὑποτ. τέρπῃσι Ὀδ.· Ἰων. παρατ. τέρπεσκον Ἀνθ. Π. 9. 136, κτλ.· μέλλ. τέρψω Ἀττ.· ἀόρ. ἔτερψα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Πᾶνα 47, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 433, Πλάτ. - Τὸ παθητ. καὶ τὸ [[μέσον]] ἔχουσι τετραπλοῦν ἀόρ., 1) ἐτέρφθην Σοφ. Ο. Κ. 1140, Εὐριπ., σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 24· Ἐπικ. ἐτάφθην, τάρφθην Ὀδ. Ζ. 99, Τ. 213, κλπ. (ἂν καὶ ὁ εἰς ε [[τύπος]] ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ, Θ. 131, κ. ἀλλ.), γ΄ πληθ. τάρφθεν Ζ. 99. 2) Ἐπικ. ἐτάρπην, τάρπην Ψ. 300. Ἰλ. Λ. 780· [[συχν]]. ἐν τῷ ἀπαρεμφ. [[ταρπῆναι]] καὶ ταρπήμεναι· καὶ ὑποτ. τρᾰπείω (κατὰ μετάθεσιν ἀντὶ ταρπῶ), Ἐπικ. α΄ πληθ. τρᾰπείομεν (ἀντὶ ταρπῶμεν) κατωτ. ΙΙ. 2. 3) Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] ἐταρπόμην Ὅμηρ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ ἐν πάσαις ταῖς ἐγκλίσεσι, τεταρπόμην, [[τετάρπετο]], τεταρπώμεσθα, τεταρπόμενος. 4) ἀόρ. α΄ ἐτερψάμην, ἐν τῇ Ἐπικ. ὑποτ. τέρψομαι Ὀδ. Π. 26· εὐκτ. τέρψαιτο Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 153· μετοχ. τερψάμενος Ὀδ. Μ. 188. (Ἐκ τῆς √ΤΕΡΠ ἢ ΤΑΡΠ· πρβλ. Σανσκρ. t.rip, t.ripa-yâmi (satior), tar-pi-yâmi, (exhilaro)· Γοτθ. thrafst-ja ([[παραμυθέομαι]], [[παρακαλέω]])· Ἀρχ. Γερ. trost· Λιθ. tarp-a· ἴδε [[ὡσαύτως]] [[τρέφω]]. Παρέχω τέρψιν, εὐφραίνω, προξενῶ χαράν, χαροποιῶ, εὐαρεστῶ, ἐπὶ μουσικῆς, ὃ κεν τέρπῃσιν ἀείδων Ὀδ. Ρ. 285· τῇ [φόρμιγγι] ὅγε θυμὸν ἔτερπεν Ἰλ. Ι. 189, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παιγνιδίων, πεσσοῖσι... θυμὸν ἔτερπον Ὀδ. Α. 107, κλπ.· ἐπὶ διαλόγου ἢ συνομιλίας, καὶ τὸν ἔτερπε λόγοις Ἰλ. Ο. 393· οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Τρ. 1246, Ἀποσπ. 605· ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε [αὐτοὺς] Ἡρόδ. 8. 99· καὶ [[ἐνίοτε]] ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, ἔπεσι... τὸ [[αὐτίκα]] τέρψει, θὰ παράσχῃ πρόσκαιρον ἢ στιγμιαίαν τέρψιν, Θουκ. 2. 41, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 658Α, Ε, κλπ.· [[ἧλιξ]] τέρπει τὸ ἥλικα, παροιμ., ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 240C, κλπ.· - ἀπολ., [[παρέχω]] τέρψιν, Ὀδ. Α. 347, Θ. 45, Σοφ. Αἴ. 475· τὰ τέρποντα, αἱ τέρψεις, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1218· ῥήματα τέρψαντα [[αὐτόθι]] 1281· οἱ τέρποντες λόγῳ ῥήτορες Θουκ. 3. 40· τὰ τέρψαντα Ξεν. Ἀγησ. 9, 4. ΙΙ. συνηθέστερον ἐν τῷ παθητ. καὶ μέσ., 1) παρ’ Ἐπικ. ὁ παθ. ἀόρ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει | |lstext='''τέρπω''': Ἐπικ. ὑποτ. τέρπῃσι Ὀδ.· Ἰων. παρατ. τέρπεσκον Ἀνθ. Π. 9. 136, κτλ.· μέλλ. τέρψω Ἀττ.· ἀόρ. ἔτερψα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Πᾶνα 47, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 433, Πλάτ. - Τὸ παθητ. καὶ τὸ [[μέσον]] ἔχουσι τετραπλοῦν ἀόρ., 1) ἐτέρφθην Σοφ. Ο. Κ. 1140, Εὐριπ., σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 24· Ἐπικ. ἐτάφθην, τάρφθην Ὀδ. Ζ. 99, Τ. 213, κλπ. (ἂν καὶ ὁ εἰς ε [[τύπος]] ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ, Θ. 131, κ. ἀλλ.), γ΄ πληθ. τάρφθεν Ζ. 99. 2) Ἐπικ. ἐτάρπην, τάρπην Ψ. 300. Ἰλ. Λ. 780· [[συχν]]. ἐν τῷ ἀπαρεμφ. [[ταρπῆναι]] καὶ ταρπήμεναι· καὶ ὑποτ. τρᾰπείω (κατὰ μετάθεσιν ἀντὶ ταρπῶ), Ἐπικ. α΄ πληθ. τρᾰπείομεν (ἀντὶ ταρπῶμεν) κατωτ. ΙΙ. 2. 3) Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] ἐταρπόμην Ὅμηρ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ ἐν πάσαις ταῖς ἐγκλίσεσι, τεταρπόμην, [[τετάρπετο]], τεταρπώμεσθα, τεταρπόμενος. 4) ἀόρ. α΄ ἐτερψάμην, ἐν τῇ Ἐπικ. ὑποτ. τέρψομαι Ὀδ. Π. 26· εὐκτ. τέρψαιτο Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 153· μετοχ. τερψάμενος Ὀδ. Μ. 188. (Ἐκ τῆς √ΤΕΡΠ ἢ ΤΑΡΠ· πρβλ. Σανσκρ. t.rip, t.ripa-yâmi (satior), tar-pi-yâmi, (exhilaro)· Γοτθ. thrafst-ja ([[παραμυθέομαι]], [[παρακαλέω]])· Ἀρχ. Γερ. trost· Λιθ. tarp-a· ἴδε [[ὡσαύτως]] [[τρέφω]]. Παρέχω τέρψιν, εὐφραίνω, προξενῶ χαράν, χαροποιῶ, εὐαρεστῶ, ἐπὶ μουσικῆς, ὃ κεν τέρπῃσιν ἀείδων Ὀδ. Ρ. 285· τῇ [φόρμιγγι] ὅγε θυμὸν ἔτερπεν Ἰλ. Ι. 189, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παιγνιδίων, πεσσοῖσι... θυμὸν ἔτερπον Ὀδ. Α. 107, κλπ.· ἐπὶ διαλόγου ἢ συνομιλίας, καὶ τὸν ἔτερπε λόγοις Ἰλ. Ο. 393· οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Τρ. 1246, Ἀποσπ. 605· ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε [αὐτοὺς] Ἡρόδ. 8. 99· καὶ [[ἐνίοτε]] ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, ἔπεσι... τὸ [[αὐτίκα]] τέρψει, θὰ παράσχῃ πρόσκαιρον ἢ στιγμιαίαν τέρψιν, Θουκ. 2. 41, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 658Α, Ε, κλπ.· [[ἧλιξ]] τέρπει τὸ ἥλικα, παροιμ., ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 240C, κλπ.· - ἀπολ., [[παρέχω]] τέρψιν, Ὀδ. Α. 347, Θ. 45, Σοφ. Αἴ. 475· τὰ τέρποντα, αἱ τέρψεις, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1218· ῥήματα τέρψαντα [[αὐτόθι]] 1281· οἱ τέρποντες λόγῳ ῥήτορες Θουκ. 3. 40· τὰ τέρψαντα Ξεν. Ἀγησ. 9, 4. ΙΙ. συνηθέστερον ἐν τῷ παθητ. καὶ μέσ., 1) παρ’ Ἐπικ. ὁ παθ. ἀόρ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει μετὰ γεν. πράγματ., [[ἀπολαύω]] πλήρους τέρψεως ἔκ τινος, [[ἀπολαύω]] τινὸς ἐν πλήρει τέρψει ἢ κόρῳ, «χορταίνω» τι, [[ἐπεὶ]] τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Ἰλ. Λ. 780· [[ἐπεὶ]] τάρπησαν ἐδωδῆς Ὀδ. Γ. 70 σίτου τάρφθεν Ζ. 99· τεταρπόμενος σίτου καὶ οἴνοιο Ἰλ. Ι. 705· ὕπνου, εὐνῆς ταρπήμεναι Ἰλ. Ω. 3, Ὀδ. Ψ. 346· φιλότητος ἐταρπήτην [[αὐτόθι]] 300· ἥβης [[ταρπῆναι]] [[αὐτόθι]] 212· μεταφορ., τεταρπώμεσθα γόοιο, ἂς χορτάσωμεν θρηνοῦντες, Ἰλ. Ψ. 10, 98, Ὀδ. Λ. 212, πρβλ. Τ. 213, Φ. 57. 2) [[τέρπω]] ἐμαυτόν, εὐφραίνομαι, «διασκεδάζω», μετὰ δοτ. τρόπου, φόρμιγγι, μύθοισι, δαιτί, δίσκοισι Ὅμ., Ἡσ., κλπ.· οὕτω, τ. ἐν θαλίῃς Ὀδ. Λ. 603, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 115· φιλότητι (ἢ ἐν φ.) [[τραπείομεν]] εὐνηθέντε Ἰλ. Γ. 441., Ξ. 314· (ἐν ᾧ ἐν τῇ φράσει λέκτρονδε [[τραπείομεν]] εὐνηθέντε, Ὀδ. Θ. 292, ὁ [[τύπος]] [[τραπείομεν]] φαίνεται ἀνήκων εἰς τὸ [[ῥῆμα]] [[τρέπω]], ἕτεροι [[ὅμως]] ἑρμηνεύουσι μὲ τὴν συνήθη σημασίαν ἀποδιδόντες τὸ λέκτρονδε εἰς τὸ εὐνηθέντε)· οὕτω παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, λαμπάδι τερπόμεναι Αἰσχύλ. Εὐμ. 1042, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1140, κλπ.· ἐπί τινι Εὐρ. Ρῆσ. 194· - [[ὡσαύτως]] μετὰ μετοχ., σὺ μὴ τέρψει κλύων Σοφ. Ἀντ. 691· τέρπεται τιμώμενος Εὐριπ. Βάκχ. 321· τί ἄν... ἀκούσας τερφθείης; Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 24· - ἀπολ., πῖνε καὶ τέρπου, καὶ «διασκέδαζε», Ἡρόδ. 2. 78. 3) σπανίως μετὰ αἰτ., οἴην μοῖραν τέρπεσθαι, ἀπολαύειν μέρους μόνον, Ἡσ. Ἀποσπ. 56. 6· - ἀλλὰ μετὰ συστοίχ. αἰτ., κενὴν ἐτερπόμην... τέρψιν Σοφ. Ἀποσπ. 508· τέρπου κενὴν ὄνησιν Εὐρ. Ὀρ. 1043. 4) [[συχν]]. μετὰ λέξεων περιοριζουσῶν καὶ προσδιοριζουσῶν στενώτερον τὴν ἔννοιαν [[αὐτοῦ]], τέρπεσθαι θυμῷ Ἰλ. Τ. 313, Ὀδ. Π. 26· θυμὸν Ἰλ. Φ. 45· κατὰ θυμὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 58, 355· φρένα Ἰλ. Α. 474, Ὀδ. Δ. 102, κλπ.· φρεσὶν ᾗσιν Ἰλ. Τ. 19, Ὀδ. Ε. 74· ἐνὶ φρεσὶν Θ. 368· τεταρπόμενος φίλον κῆρ Α. 310· ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται Πινδ. Π. 2. 135. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 475. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |