τέρπω

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέρπω Medium diacritics: τέρπω Low diacritics: τέρπω Capitals: ΤΕΡΠΩ
Transliteration A: térpō Transliteration B: terpō Transliteration C: terpo Beta Code: te/rpw

English (LSJ)

Od.1.347, etc.; Ep. subj.
A τέρπῃσι 17.385: Ion. impf. τέρπεσκον Q.S.7.378, AP9.136 (Cyrus): fut. τέρψω S.Tr.1246, etc.: aor. ἔτερψα h.Pan.47, E.Heracl.433, Pl.Lg.658b:—the Pass. and Med. have a fivefold aor.,
1 ἐτέρφθην Od.5.74, 8.131, 17.174, S.OC1140, E.Ion541 (troch.); rare in Prose, X.Mem.2.1.24.
2 Ep. ἐτάρφθην, τάρφθην, Od.6.99, 19.213,251, 21.57.
3 Ep. ἐτάρπην, τάρπην, 23.300, Il.11.780, al.; inf. ταρπῆναι Od.23.212, and ταρπήμεναι ib.346, Il.24.3; subj. τρᾰπείω, Ep. 1pl. τρᾰπείομεν (v. infr. 11.2).
4 Ep. also ἐταρπόμην, only in 1pl. subj. ταρπώμεθα Od.4.295, al.; also redupl. through all moods, τετάρπετο Il.19.19, 24.513; τεταρπώμεσθα Od.11.212, Il.23.10,98; τεταρπόμενος Od. 1.310, al.
5 aor. 1 ἐτερψάμην, in Ep. subj. τέρψομαι 16.26 (but τέρψομαι is fut. Med. in Il.20.23, S.Fr.677); opt. τέρψαιτο h.Ap. 153; part. τερψάμενος Od.12.188:—delight, gladden, cheer, ὅ κεν τέρπῃσιν ἀείδων 17.385; τῇ [φόρμιγγι] ὅ γε θυμὸν ἔτερπεν Il.9.189, al.; πεσσοῖσι.. θυμὸν ἔτερπον Od.1.107; καὶ τὸν ἔτερπε λόγοις Il. 15.393; τοὐμὸν.. τ. κέαρ S.Tr.1246; θοίνῃ σε τ. Achae.17; ἡ ἀγγελίη.. ἔτερψε [αὐτούς] Hdt.8.99; sometimes in Att. Prose, ἔπεσι.. τὸ αὐτίκα τέρψει will give momentary pleasure, Th.2.41, cf. Pl.Lg. 658b, 658e, etc.; τ. τὴν ἀκοήν, τὰς ἀκοάς, Phld.Po.5.26,28; ἧλιξ τέρπει τὸν ἥλικα, prov. in Pl.Phdr.240c, etc.: abs., give delight, Od.1.347, 8.45, S.Aj.475; τὰ τέρποντα delights, Id.OC1217 (lyr.); ῥήματα τέρψαντά τι ib. 1281; οἱ τέρποντες λόγῳ ῥήτορες Th.3.40; τὰ τέρψοντα X.Ages.9.4.
II more freq. in Pass. and Med.,
1 in Ep. the aor. Pass. is used, c. gen. rei, have full enjoyment of, enjoy to one's heart's content, ἐπεὶ τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Il.11.780; ἐπεὶ τάρπησαν ἐδωδῆς Od.3.70; σίτου τάρφθεν 6.99; τεταρπόμενοι φίλον ἦτορ σίτου καὶ οἴνοιο Il.9.705; ὕπνου, εὐνῆς ταρπήμεναι, 24.3, Od.23.346; φιλότητος ἐταρπήτην ib.300; ἥβης ταρπῆναι ib.212: metaph., take one's fill of lamentation, τεταρπώμεσθα γόοιο Il.23.10,98, Od. 11.212, cf. 19.213, 21.57.
2 enjoy or delight oneself, c. dat. instr., φρένα τ. φόρμιγγι Il.9.186; μύθοισι Od.23.301; δαιτί 1.26; γόῳ φρένα 4.102; δίσκοισιν Il.2.774; ἐν θαλίῃς Od.11.603, Hes.Op.115; φιλότητι (or ἐν φιλότητι) τραπείομεν εὐνηθέντε Il.3.441, 14.314 (whereas in the phrase λέκτρονδε τραπείομεν εὐνηθέντες (v.l. -θέντε), Od.8.292, the form τραπείομεν seems to be taken by the poet as belonging to τρέπω, though others retain the usually sense by connecting λέκτρονδε with εὐνηθέντες or by punctuating after λέκτρονδε); so in Trag., λαμπάδι τερπόμεναι A.Eu.1042 (lyr.), cf. S.OC1140, etc.; delight in, τῇ τῶν πυραμίδων μεγαλειότητι OGI666.26 (Egypt, i A.D.); τοῖς εὐώδεσι Sor. 2.29; ἐπί τισι E.Rh.194: c. part., λόγοις.. οἷς σὺ μὴ τέρψῃ κλύων S.Ant.691; τέρπεται τιμώμενος E.Ba.321; τί ἂν.. ἀκούσας τερφθείης; X.Mem.2.1.24: abs., πῖνε καὶ τέρπευ drink and be merry, Hdt.2.78.
3 with internal acc., οἴην μοῖραν δέκα μοιρέων τέρπεται ἀνήρ has only one tenth part of the enjoyment, Hes.Fr.162; κενὴν ἐτερπόμην.. τέρψιν S.Fr.577; τέρπου κενὴν ὄνησιν E.Or.1043.
4 freq. with words which limit its sense, θυμῷ Il.19.313, Od.16.26; θυμόν Il.21.45; κατὰ θυμόν Hes.Op.58,358; φρένα Il.1.474, Od.4.102, etc.; φρεσὶν ᾗσι τετάρπετο Il.19.19, cf. Od.5.74; ἐνὶ φρεσίν 8.368; τεταρπόμενος φίλον κῆρ 1.310; ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται Pi.P.2.74. (Cf. Skt. trpnoti 'take one's fill', Causative tarpáyati 'delight (trans.)', Opruss. ka enterpo..? 'what is the use of..?', Goth. paurfts, OE. pearf 'benefit', Goth. parf 'I need'.)

German (Pape)

[Seite 1094] aor. ἔτερψα, pass. τέρπομαι, aor. ἐτάρφθην, Od. 6, 99. 19, 213, u. ἐτέρφθην, 8, 131, wie ἐτάρπ ην, ταρπῆναι u. ταρπήμεναι, Hom. oft, davon conj. τραπείω statt ταρπῶ, im plur. τραπείομεν, Il. 3, 441. 14, 314 Od. 8, 292, u. med. mit Reduplikation τεταρπόμην, τεταρπώμεσθα u. s. w., häufig bei Hom., u. ἐτερψάμην, τερψάμενος Od. 12, 188, τέρψαιτο h. Apoll. 153, gew. aor. II. med. ἐταρπόμην, alle in derselben Bdtg; – sättigen, befriedigen, laben, erquicken, auch vergnügen, ergötzen; vom Sänger, ὅ κεν τέρπῃσιν ἀείδων, Od. 17, 385; πεσσοῖσι θυμὸν ἔτερπον, 1, 107; τῇ (φόρμιγγι) ὅγε θυμὸν ἔτερπεν, Il. 9, 189; καὶ τὸν ἔτερπε λόγοις, 15, 393, erheitern, trösten; τὰ τέρποντα, Soph. O. C. 1219; ῥήματα τέρψαντα, 1283; τοὐμὸν εἰ τέρψεις κέαρ, Trach. 1236; αἱ 'ρεταὶ τέρπουσι τοὺς ξυνευνέτας, Eur. Andr. 207; τέρψαι φρένα, Heracl. 663, u. öfter; ἥτις μοῦσα τοὺς βελτίστους τέρπει, Plat. Legg. II, 658 e; ἥλικα τέρπειν τὸν ἥλικα, sprichwörtlich, gleich u. gleich gesellt sich gern, Phaedr. 240 c. – Häufiger im pass. od. med. sich sättigen, reichlich, bis zur Befriedigung genießen, τινός, ἐπεὶ τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, Il. 11, 780; τεταρπόμενος φίλον ἦτορ σίτου καὶ οἴνοιο, 9, 705, vgl. Od. 6, 99; ἐδωδῆς, 3, 70. 201; ὕπνου ταρπήμεναι, Il. 24, 3; εὐνῆς, Od. 23, 346; φιλότητος, 23, 300; ἥβης ταρπῆναι, der Jugend genießen, 23, 212; auch γόοιο, sich der Wehklage ersättigen, sich satt klagen, Il. 23, 10. 98. 24, 513 Od. 11, 212 u. öfter; übh. sich erfreuen, vergnügen, sich erquicken, τινί, woran, wie φόρμιγγι, μύθοισιν, αὐδῇ, δαιτί, δίσκοισιν, γόῳ u. dgl.; auch ἐν θαλίῃς, 11, 603; Hes. O. 119; selten c. acc., οἴην μοῖραν τέρπεσθαι, einen Teil genießen, frg. 56, 6; τέρπεσθαι ὄνησιν, Eur. Med. 1041; Hom. setzt als bes. Bestimmungen hinzu: τέρπεσθαι θυμῷ, Il. 19, 313 Od. 16, 26. 21, 105; θυμόν, Il. 21, 45, wie φρένα, 1, 474 Od. 4, 102. 8, 131 u. öfter; φρεσὶν ᾗσιν, Il. 19, 19 Od. 5, 74; ἐνὶ φρεσίν, 8, 368; τεταρπόμενος φίλον κῆρ, 1, 310; κατὰ θυμόν, Hes. O. 58. 360; ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται, Pind. P. 2, 74; Tragg. λαμπάδι τερπόμεναι, Aesch. Eum. 994; τέρπεσθαι δόμῳ, Soph. Phil. 458; τέκνοις τερφθεὶς τοῖσδε, Soph. O. C. 1142; τιμαῖς, Eur. Alc. 54; oft auch mit partic., τέρπεται τιμώμενος, Bacch. 321 Phoen. 917 Andr. 1181; in Prosa: πῖνε καὶ τέρπου, Her. 2, 78; ταύταις ταῖς ἡδοναῖς τερπόμενος, Plat. Phil. 47 b; σκοπῶν, τί ἂν ἰδὼν ἢ τί ἀκούσας τερφθείης, Xen. Mem. 2, 1, 24; Sp.

French (Bailly abrégé)

f. τέρψω, ao. ἔτερψα, pf. inus.
Pass. f. rare τερφθήσομαι, ao. ἐτέρφθην ou ἐτάρφθην, ao.2 ἐτάρπην, pf. inus.
I. primit. rassasier seul. au Pass. : ταρπῆναι ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος IL être rassasié de nourriture et de boisson ; ἐδωδῆς OD, σίτου OD se rassasier de nourriture ; ὕπνου IL, εὐνῆς OD jouir du sommeil, du lit ; fig. γόοιο IL, OD se rassasier de gémissements ; ἥβης OD jouir de la jeunesse;
II. réjouir, charmer : τινα qqn ; τινα λόγοις IL qqn par ses discours ; τινι θυμόν IL, OD le cœur de qqn au moyen de qch ; Pass. être charmé, être réjoui, se réjouir : τινι, ἔν τινι de qch ; θυμῷ IL, OD, θυμόν IL, φρένα IL, OD, φρεσὶν ᾗσιν IL, OD, ἐνὶ φρεσίν OD se réjouir dans son cœur;
Moy. τέρπομαι (f. τέρψομαι, ao. ἐτερψάμην, ao.2 ἐταρπόμην) être charmé, être réjoui, se réjouir ; οὐ μὴ τέρψει κλύων SOPH il n'y a pas à penser que tu seras charmé d'entendre.
Étymologie: R. Ταρπ ou Τερπ, satisfaire.

Russian (Dvoretsky)

τέρπω: (aor. 1 ἐτέρφθην - эп. тж. ἐτάρφθην и τάρφθην, эп. aor. 2 ἐτάρπην и τάρπην, тж. ἐταρπόμην и τεταρπόμην, conjct. ταρπῶ - эп. τρᾰπείω; inf. эп. aor. pass. ταρπήμεναι и ταρπῆναι) радовать, услаждать, веселить (θυμὸν φόρμιγγι, τινὰ λόγοις Hom.): ἧλιξ τέρπει τὸν ἥλικα погов. Plat. сверстник радует сверстника, т. е. каждого тянет к людям своего возраста; τὰ τέρποντα Soph. и τὰ τέρψοντα Xen. радости, наслаждения; τεταρπόμενος φίλον ἦτορ σίτου καὶ οἴνοιο Hom. натешив душу пищей и питьем; ἡ δ᾽ ἐπεὶ οὖν τάρφθη πολυδακρύτοιο γόοιο Hom. когда она вдоволь наплакалась; (λόγοι), οἷς σὺ μὴ τέρψει κλύων Soph. речи, которые ты не рад будешь услышать; τί ἂν ἰδὼν τερφθείης Xen. при виде чего ты мог бы обрадоваться; τέρπεται τιμώμενος Eur. он радуется (этим) почестям.

Greek (Liddell-Scott)

τέρπω: Ἐπικ. ὑποτ. τέρπῃσι Ὀδ.· Ἰων. παρατ. τέρπεσκον Ἀνθ. Π. 9. 136, κτλ.· μέλλ. τέρψω Ἀττ.· ἀόρ. ἔτερψα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Πᾶνα 47, Εὐρ. Ἡρακλ. 433, Πλάτ. - Τὸ παθητ. καὶ τὸ μέσον ἔχουσι τετραπλοῦν ἀόρ., 1) ἐτέρφθην Σοφ. Ο. Κ. 1140, Εὐριπ., σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 24· Ἐπικ. ἐτάφθην, τάρφθην Ὀδ. Ζ. 99, Τ. 213, κλπ. (ἂν καὶ ὁ εἰς ε τύπος ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ, Θ. 131, κ. ἀλλ.), γ΄ πληθ. τάρφθεν Ζ. 99. 2) Ἐπικ. ἐτάρπην, τάρπην Ψ. 300. Ἰλ. Λ. 780· συχν. ἐν τῷ ἀπαρεμφ. ταρπῆναι καὶ ταρπήμεναι· καὶ ὑποτ. τρᾰπείω (κατὰ μετάθεσιν ἀντὶ ταρπῶ), Ἐπικ. α΄ πληθ. τρᾰπείομεν (ἀντὶ ταρπῶμεν) κατωτ. ΙΙ. 2. 3) Ἐπικ. ὡσαύτως ἐταρπόμην Ὅμηρ.· ὡσαύτως μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ ἐν πάσαις ταῖς ἐγκλίσεσι, τεταρπόμην, τετάρπετο, τεταρπώμεσθα, τεταρπόμενος. 4) ἀόρ. α΄ ἐτερψάμην, ἐν τῇ Ἐπικ. ὑποτ. τέρψομαι Ὀδ. Π. 26· εὐκτ. τέρψαιτο Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 153· μετοχ. τερψάμενος Ὀδ. Μ. 188. (Ἐκ τῆς √ΤΕΡΠ ἢ ΤΑΡΠ· πρβλ. Σανσκρ. t.rip, t.ripa-yâmi (satior), tar-pi-yâmi, (exhilaro)· Γοτθ. thrafst-ja (παραμυθέομαι, παρακαλέω)· Ἀρχ. Γερ. trost· Λιθ. tarp-a· ἴδε ὡσαύτως τρέφω. Παρέχω τέρψιν, εὐφραίνω, προξενῶ χαράν, χαροποιῶ, εὐαρεστῶ, ἐπὶ μουσικῆς, ὃ κεν τέρπῃσιν ἀείδων Ὀδ. Ρ. 285· τῇ [φόρμιγγι] ὅγε θυμὸν ἔτερπεν Ἰλ. Ι. 189, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ παιγνιδίων, πεσσοῖσι... θυμὸν ἔτερπον Ὀδ. Α. 107, κλπ.· ἐπὶ διαλόγου ἢ συνομιλίας, καὶ τὸν ἔτερπε λόγοις Ἰλ. Ο. 393· οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Τρ. 1246, Ἀποσπ. 605· ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε [αὐτοὺς] Ἡρόδ. 8. 99· καὶ ἐνίοτε ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, ἔπεσι... τὸ αὐτίκα τέρψει, θὰ παράσχῃ πρόσκαιρον ἢ στιγμιαίαν τέρψιν, Θουκ. 2. 41, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 658Α, Ε, κλπ.· ἧλιξ τέρπει τὸ ἥλικα, παροιμ., ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 240C, κλπ.· - ἀπολ., παρέχω τέρψιν, Ὀδ. Α. 347, Θ. 45, Σοφ. Αἴ. 475· τὰ τέρποντα, αἱ τέρψεις, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1218· ῥήματα τέρψαντα αὐτόθι 1281· οἱ τέρποντες λόγῳ ῥήτορες Θουκ. 3. 40· τὰ τέρψαντα Ξεν. Ἀγησ. 9, 4. ΙΙ. συνηθέστερον ἐν τῷ παθητ. καὶ μέσ., 1) παρ’ Ἐπικ. ὁ παθ. ἀόρ. εἶναι ἐν χρήσει μετὰ γεν. πράγματ., ἀπολαύω πλήρους τέρψεως ἔκ τινος, ἀπολαύω τινὸς ἐν πλήρει τέρψει ἢ κόρῳ, «χορταίνω» τι, ἐπεὶ τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Ἰλ. Λ. 780· ἐπεὶ τάρπησαν ἐδωδῆς Ὀδ. Γ. 70 σίτου τάρφθεν Ζ. 99· τεταρπόμενος σίτου καὶ οἴνοιο Ἰλ. Ι. 705· ὕπνου, εὐνῆς ταρπήμεναι Ἰλ. Ω. 3, Ὀδ. Ψ. 346· φιλότητος ἐταρπήτην αὐτόθι 300· ἥβης ταρπῆναι αὐτόθι 212· μεταφορ., τεταρπώμεσθα γόοιο, ἂς χορτάσωμεν θρηνοῦντες, Ἰλ. Ψ. 10, 98, Ὀδ. Λ. 212, πρβλ. Τ. 213, Φ. 57. 2) τέρπω ἐμαυτόν, εὐφραίνομαι, «διασκεδάζω», μετὰ δοτ. τρόπου, φόρμιγγι, μύθοισι, δαιτί, δίσκοισι Ὅμ., Ἡσ., κλπ.· οὕτω, τ. ἐν θαλίῃς Ὀδ. Λ. 603, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 115· φιλότητι (ἢ ἐν φ.) τραπείομεν εὐνηθέντε Ἰλ. Γ. 441., Ξ. 314· (ἐν ᾧ ἐν τῇ φράσει λέκτρονδε τραπείομεν εὐνηθέντε, Ὀδ. Θ. 292, ὁ τύπος τραπείομεν φαίνεται ἀνήκων εἰς τὸ ῥῆμα τρέπω, ἕτεροι ὅμως ἑρμηνεύουσι μὲ τὴν συνήθη σημασίαν ἀποδιδόντες τὸ λέκτρονδε εἰς τὸ εὐνηθέντε)· οὕτω παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, λαμπάδι τερπόμεναι Αἰσχύλ. Εὐμ. 1042, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1140, κλπ.· ἐπί τινι Εὐρ. Ρῆσ. 194· - ὡσαύτως μετὰ μετοχ., σὺ μὴ τέρψει κλύων Σοφ. Ἀντ. 691· τέρπεται τιμώμενος Εὐριπ. Βάκχ. 321· τί ἄν... ἀκούσας τερφθείης; Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 24· - ἀπολ., πῖνε καὶ τέρπου, καὶ «διασκέδαζε», Ἡρόδ. 2. 78. 3) σπανίως μετὰ αἰτ., οἴην μοῖραν τέρπεσθαι, ἀπολαύειν μέρους μόνον, Ἡσ. Ἀποσπ. 56. 6· - ἀλλὰ μετὰ συστοίχ. αἰτ., κενὴν ἐτερπόμην... τέρψιν Σοφ. Ἀποσπ. 508· τέρπου κενὴν ὄνησιν Εὐρ. Ὀρ. 1043. 4) συχν. μετὰ λέξεων περιοριζουσῶν καὶ προσδιοριζουσῶν στενώτερον τὴν ἔννοιαν αὐτοῦ, τέρπεσθαι θυμῷ Ἰλ. Τ. 313, Ὀδ. Π. 26· θυμὸν Ἰλ. Φ. 45· κατὰ θυμὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 58, 355· φρένα Ἰλ. Α. 474, Ὀδ. Δ. 102, κλπ.· φρεσὶν ᾗσιν Ἰλ. Τ. 19, Ὀδ. Ε. 74· ἐνὶ φρεσὶν Θ. 368· τεταρπόμενος φίλον κῆρ Α. 310· ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται Πινδ. Π. 2. 135. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 475.

English (Autenrieth)

ipf. ἔτερπον, τέρπε, mid. fut. τέρψομαι, aor. 1 part. τερψάμενος, aor. 2 red. τεταρπόμην, subj. ταρπώμεθα, red. τεταρπώμεσθα, part. τεταρπόμενος, pass. aor. ἐτέρφθην, ἐτάρφθην, aor. 2 ἐτάρπην, 3 pl. ἔτερφθεν, τάρφθεν, τάρπησαν, subj. τραπείομεν: I. act., delight, cheer; τινὰ λόγοις, θῦμὸν φόρμιγγι, ἀείδων, Il. 15.393, Il. 9.189, Od. 1.107, Od. 17.385; ἀκαχημένον, Il. 19.312.—II. mid. and pass., enjoy oneself, take pleasure in, rejoice; τινί. Also τινός, enjoy; fig., γόοιο, ‘have one's fill’ of lamentation, Il. 23.10, Od. 11.212. The form τραπείομεν = τερφθῶμεν occurs Il. 3.441, Il. 14.314, Od. 8.292.

Spanish

alegrar

Greek Monolingual

ΝΜΑ
παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τον τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ.
γ. «τί τ' ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. (στους επικ. συγγραφείς συν. μέσ. και παθ.) τέρπομαι
α) (με γεν. πράγματος) απολαμβάνω κάτι με πληρότητα, το χορταίνω («φιλότητος ἐταρπήτην», Ομ. Οδ.)
β) (με δοτ. οργανική) παρέχω τέρψη στον ευατό μου, ευφραίνομαι, ευαρεστούμαι («τὸν δ' εὗρον φρένα τερπόμενον φόρμιγγι λιγείῃ», Ομ. Ιλ.)
γ) (με μτχ.) ευχαριστιέμαι με κάτι («τέρπεται τιμώμενος», Ευρ.)
2. φρ. α) «πῖνε καὶ τέρπου» — πίνε και διασκέδαζε, γλέντα (Ηρόδ.)
β) «τέρπομαι γόου» — χορταίνω κλάματα (Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τέρπω, -ομαι ανάγεται στην ΙΕ ρίζα terp- /trep- «χορταίνω, ευχαριστιέμαι» και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ. tarpati «ευχαριστιέμαι, τέρπομαι» και το λιθουαν. tārpti «ευτυχώ». Η Αρχαία Ινδική, ωστόσο, είχε αρχαιότερους ενεστωτικούς τ., σχηματισμένους από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας, tŕpyati, trmpati, trpnoti, καθώς και θεματικό αόρ. a-trp-at, που αντιστοιχεί στον σπάνιο ομηρικό αόρ. ταρπώμεθα (από όπου ο μτγν. παθ. αόρ. β' ἐτάρπην). Εκτός από τον τ. ταρπώμεθα, εξάλλου, στον Όμηρο μαρτυρούνται και οι εξής τ. αορίστου: ο τ. τε-τάρπετο (με αναδιπλασιασμό), ο τ. ταρπ-ή-μεναι, ο παθ. αόρ. τάρφθη, με φωνηεντισμό -ε-, ο τ. -τέρφθητε και, τέλος, ο σιγματικός αόρ. τ. τερψάμενος / ἐτερψάμην, ο οποίος διατηρήθηκε στη μτγν. Ελληνική. Το ρ. τέρπω εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή τερπι- στο σύνθ. τερπι-κέραυνος, η οποία θα μπορούσε να ενταχθεί στις μορφολογικές εναλλαγές του νόμου του Caland μαζί με τα σύνθ. σε -τερπής (με σιγμόληκτο θ., πρβλ. ἀτερπής, εὐτερπής), βλ. και λ. αργι-. Σε μεγαλύτερο αριθμό ονοματικών σύνθ. το ρ. τέρπω εμφανίζεται ως α' συνθετικό με σιγματική μορφή και φωνηεντισμό -ι-: τερψι- (πρβλ. τερψί-μβροτος, τερψί-φρων, τερψί-χορος και τα νεοελλ. τερψι-κάρδιος, τερψι-λαρύγγιος). Κατά το μοντέλο του τερψί-μβροτος, μάλιστα, έχει σχηματιστεί μεγάλος αριθμός σύνθ. (πρβλ. κλεψι-, βλαψι-, δηξι-, καμψι-, αναξι-, φθερσι-, δεξι-, θελξι-, χαραξι-, τηξι-, ζευξι-, στρεψι-, μεμψι-, ληξι-, πηξι-, πραξι-, ταξί-, μειξι-, λυσι-, μνησι-, στησι-, μελησι-, φιλησι-, δαμασι-, τελεσι-, τανυσι-, παυσι- κ.ά.), τών οποίων το σιγμόληκτο θ. του α' συνθετικού αντιστοιχεί με τους σιγματικούς μέλλ. και αορ. τών ρημάτων από τα οποία παράγονται, καθώς και με τα ουσ. σε -σις. Το φαινόμενο αυτό τών σύνθ. της Ελληνικής με α' συνθετικό που λήγει σε -ι- αντί -ο- (πρβλ. και τα σύνθ. σε αργι-, λαθι-, πυκι-, πυρι-, ορεσι-, τελεσι-, με α' συνθετικό ένα όνομα, βλ. λ. αργι-), αποτελεί εφαρμογή μιας αποδεδειγμένης στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες τάσης, η οποία αποτελούσε πιθ. γενικό νόμο της Ινδοευρωπαϊκής (πρβλ. αρχ. ινδ. dāti-vāra «αυτός που δίνει πλούτη»). Κατά μία άποψη, μάλιστα, η αρχική μορφή τών -σι- ήταν -τι-. Από το θ. του ρ. τέρπω, τέλος, έχει σχηματιστεί μεγάλος αριθμός ανθρωπωνυμίων (πρβλ. Τέρπ-ανδρος, Τερψι-χόρη, Τερψι-κλῆς, Πολύ-τερπος, Εὐ-τέρπη, Τέρπης, Τερπώ, Τερψίων)].

Greek Monotonic

τέρπω: Επικ. γʹ ενικ. υποτ. τέρπῃσι· Ιων. παρατ. τέρπεσκον· μέλ. τέρψω, αόρ. ἔτερψα — Παθ. και Μέσ. έχουν τετραπλό αόρ.
I. 1. αόρ. αʹ ἐτέρφθην, Επικ. ἐτάρφθην, τάρφθην, γʹ πληθ. τάρφθεν.
2. Επικ. αόρ. βʹ ἐτάρπην, τάρπην, απαρ. ταρπῆναι, ταρπήμεναι, αʹ πληθ. υποτ. τρᾰπείομεν (αντί ταρπῶμεν).
3. αόρ. αʹ ἐτερψάμην, Επικ. υποτ. τέρψομαι.
4. Επικ. αόρ. βʹ ἐταρπόμην· επίσης με αναδιπλ. σε όλες τις εγκλίσεις, τεταρπόμην, τετάρπετο, τεταρπώμεσθα, τεταρπόμενος· ικανοποιώ, χαροποιώ, προξενώ χαρά, ευαρεστώ, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., παρέχω τέρψη, χαρά, σε Ομήρ. Οδ.· τὰ τέρποντα, χαρές, σε Σοφ.
II. Παθ. και Μέσ.,
1. με γεν. πράγμ., απολαμβάνω πλήρως ένα πράγμα, το χορταίνω, σε Όμηρ.· μεταφ., τεταρπώμεσθα γόοιο, ας χορτάσουμε με τον θρήνο, στον ίδ.
2. διασκεδάζω τον εαυτό μου, ευφραίνομαι, με δοτ. τρόπου, φόρμιγγι, μύθοισι κ.λπ., στον ίδ. κ.λπ.· ομοίως, τέρπω ἐν θαλίῃς, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· επίσης με μτχ., τέρψει κλύων, σε Σοφ.· τέρπεται τιμώμενος, σε Ευρ.· απόλ., πῖνε καὶ τέρπου, πίνε και διασκέδαζε, σε Ηρόδ.
3. με σύστ. αντ., διασκεδάζω, τέρπω ὄνησιν, σε Ευρ.

Middle Liddell

τέρπω,
I. to satisfy, delight, gladden, cheer, Hom., Hdt., Attic:—absol. to give delight, Od.; τὰ τέρποντα delights, Soph.
II. Pass. and Mid.,
1. c. gen. rei, to have full enjoyment of a thing, have enough of it, Hom.; metaph., τεταρπώμεσθα γόοιο let us take our fill of lamentation, Hom.
2. to enjoy oneself, make merry, c. dat. modi, φόρμιγγι, μύθοισι, etc., Hom., etc.; so, τ. ἐν θαλίῃς Od., etc.:— also c. part., τέρψει κλύων Soph.; τέρπεται τιμώμενος Eur.:—absol., πῖνε καὶ τέρπου drink and be merry, Hdt.
3. c. acc. cogn. to enjoy, τ. ὄνησιν Eur.

English (Woodhouse)

amuse, delight, entertain, entrance, gladden, gratify, please, give pleasure to

⇢ Look up "τέρπω" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=προξενῶ χαρά˙ μέσο = ἀπολαμβάνω, διασκεδάζω). Ἀπό ρίζα τερπ- ἤ ταρπ-, ἴσως συγγενική μέ τό τρέφω. Θέμα τερπ + ω = τέρπω καί μέ μετάπτωση ταρπ- (ἐτάρπην). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τερπνός, τερπνῶς, τερπωλή, τερπωλός, ἀτερπής (=δυσάρεστος), ἐπιτερπής, τερπικέραυνος, τέρψις, τερψίνους, τερψίφρων, Τερψιχόρη, τερψίχορος.

Léxico de magia

alegrar ref. a Hermes Ἑρμῆ κοσμοκράτωρ, ... λαμπάσι τέρπων τοὺς ὑπὸ τάρταρα γαίης τε βροτοὺς βίον ἐκτελέσαντας Hermes, señor del universo, que con lámparas alegras a los que están bajo las profundidades de la tierra y a los mortales que han terminado su vida P V 408 P VII 673

Spanish

alborozar

Lexicon Thucydideum

delectare, to delight, charm, 2.41.4, 2.44.4, 3.40.8,
PASS. 6.83.3,
in versibus in verses (ex Hom. H. Ap. from Homer's Hymn to Apollo), 3.104.4. 3.104.43.5.1.

Translations

gladden

Azerbaijani: sevindirmək; Bulgarian: радвам, развеселявам; Chinese Mandarin: 使高興/使高兴, 使喜悅/使喜悦, 使喜悦; Finnish: ilahduttaa; French: réjouir; German: freuen, erfreuen; Greek: χαροποιώ, ευφραίνω; Ancient Greek: εὐφραίνω, ἐϋφραίνω, ἱλαροποιέω, ἱλαροποιῶ, ἱλαρόω, ἱλαρῶ, καθιλαρύνω, σαίνω, τέρπω; Ido: joyigar; Italian: rallegrare; Japanese: 喜ばせる, 楽しませる; Latin: hilaro, laetifico; Maori: whakahari; Romanian: bucura, îmbucura; Russian: радовать, обрадовать, веселить, развеселить; Sanskrit: प्रीणाति; Serbo-Croatian: razvesèliti, развесѐлити; Spanish: alborozar; Swedish: glädja