ὑπολαμβάνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπολαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[λαμβάνω]], σηκώνω, [[κάτωθεν]], θέτων ἐμαυτὸν [[ὑποκάτω]], ὡς ὁ [[δελφὶς]] τὸν Ἀρίονα, τὸν δὲ δελφῖνα λέγουσι ὑπολαβόντα [[ἐξενεῖκαι]] ἐπὶ Ταίναρον, δηλαδὴ τὸν Ἀρίονα, Ἡρόδ. 1. 24. Πλάτ, Πολ. 453D· τοὺς νεοττοὺς ὑπ. ἡ [[φήμη]] Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 9. 34, 4· τὸ [[κῦμα]] ὑπ. τινὰ Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332Ε· [[νεφέλη]] ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν Πράξ. Ἀποστ. α΄, 9. β) [[ὑπέχω]], [[ὑποστηρίζω]] [[κάτωθεν]], Ἡρόδ. 4. 72· ὑπ. τοὺς ἐνδεεῖς Στράβ. 653, πρβλ. Διόδωρ 19. 67. γ) [[λαμβάνω]] ἀπὸ τῆς χειρός, Πλάτ. Συμπ. 212D· ἐπὶ ἀπαιτοῦντος ψήφους ὑπέρ τινος, Διονύσ. Ἁλ. 7. 54. δ) ὑπολ. τι ὑπὸ τὸ [[ἱμάτιον]], [[λαμβάνω]] καὶ [[κρύπτω]] ὑπὸ τὸ [[ἱμάτιον]], Πλούτ. 2. 234Β. 2) [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]], ὑπὸ [[τρόμος]] ἔλλαβε γυῖα Ἰλ. Γ. 34, Ὀδ. Σ. 88 ([[ἔνθα]] δυνατὸν νὰ σημαίνῃ [[λαμβάνω]] [[κάτωθεν]] ἢ κρυφίως)· ἐπὶ ἀνεμοστροβίλου, Ἡρόδ. 4 179· ἐπὶ προσβολῆς μανίας, ὁ αὐτ. 6. 75· ἐπὶ λοιμοῦ, [[αὐτόθι]] 27· ἐπὶ ποταμοῦ ὑποδεχομένου χώματα εἰς αὐτὸν ῥιπτόμενα, ὁ αὐτ. 2. 150· ἐπὶ ἀνέμου παρασύροντος χιόνια, [[αὐτόθι]] 25· ἐπὶ στρατιωτῶν ἐλαυνόντων, [[δυσχωρία]] ὑπελάμβανεν αὐτούς, δηλ. [[αἴφνης]] κατήντησαν εἰς δύσβατον τόπον, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 20· - ἀπολ., ὑπολαβὸν [[ῥῖγος]] Ἱπποκρ. 1147F· ἀκολούθως ἐπὶ γεγονότων, ἐπακολουθῶ, [[γίνομαι]] [[μετὰ]] [[ταῦτα]], [[ἐπέρχομαι]], ἡ ναυμαχίη ὑπολαβοῦσα Ἡρόδ. 8. 12, πρβλ. 6. 27. 3) [[λαμβάνω]] τὸν λόγον καὶ ἀποκρίνομαι, ἀπαντῶ, Λυσίας 137. 32, Δημ. 596. 14, κλπ.· [[πρός]] τι Θουκ. 5. 85· τι [[πρός]] τινα Δημ. 501. 25, πρβλ. 651. 19 τινὶ περὶ παντὸς Πλάτ. Νόμ. 875D· ὑπ. τινὶ ὅτι..., ὡς... ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 598D, Ξεν. Ἀθην. Πολ. 3. 12, κλπ.· μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρεμφ., ἀποκρίνομαι, Θουκ. 5. 49· - ἀπολ., ἐν διαλόγῳ, ἔφη ὑπολαβών, ὑπ. ἔφη, ὑπ. εἶπεν, εἶπεν ἀποκρινόμενος, ἀπεκρίνατο, Ἡρόδ. 1. 11., 7. 101, Θουκ. 3. 113, Πλάτ., Ξεν. β) [[λαμβάνω]] τὸν λόγον, [[διακόπτω]] (ὡς τὸ [[ὑποκρούω]]), μεταξὺ ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 1, 27· ἔτι λέγοντος [[αὐτοῦ]] ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Κύρου Παιδ. 5. 5, 35. 4) συναντῶ, [[προφθάνω]], [[καταλαμβάνω]], καὶ τὰς κατὰ τὸ νικῆσαν τῶν Πελοποννησίων [[μέρος]] ὑπολαβόντες πεπλανημένας, ἔκοπτόν τε καὶ ἐς φόβον τὰς πλείους ἀμαχεὶ καθίστασαν Θουκ. 8. 105. 5) προσδέχομαί τι (ὡς ἀφορμὴν κατηγορίας, καὶ αὐτὰ ὑπολαμβάνοντες οἱ [[μάλιστα]] τῷ Ἀλκιβιάδῃ ἀχθόμενοι... ἐμεγάλυνον καὶ ἐβόων ὁ αὐτ. 6. 28 ὑπ. τὴν ἐπιθυμίαν τινός, [[λαμβάνω]] ὑπούλως καὶ [[τρέπω]] αὐτὴν εἰς ἰδίαν μου ὠφέλειαν «ὑπολαμβάνοντες δὲ οἱ κόλακες τὴν μειρακιώδη ταύτην τοῦ Ἀλεξάνδρου ἐπιθυμίαν προσεξέκαιον», Λουκιαν. περὶ Διαβολ. 17. ΙΙ. = [[ὑποδέχομαι]], [[δέχομαι]] ὑπὸ τὴν προστασίαν μου, ὁ δὲ [[Κῦρος]] ὑπολαβὼν τοὺς φεύγοντας Ξεν. Ἀν. 1. 1, 7. 2) [[δέχομαι]] πρότασιν, [[παραδέχομαι]], Ἡρόδ. 1. 212., 3. 146· δυσχερῶς ὑπ. τι Δημ. 1309. 18· δυσκόλως ὑπολ., ἐάν... ὁ αὐτ. 1316. 28. ΙΙΙ. [[ἀναλαμβάνω]] ἔννοιάν τινα, παραδέχομαί τι ὡς ἀληθές, [[νομίζω]], [[ὑπολαμβάνω]], ὑποθέτω, [[πολλάκις]] ἐπὶ ἀβασίμου γνώμης, ὑπ. [[θεῖον]] [[εἶναι]] τὸ ἐπαγγελλόμενον Ἡρόδ. 2. 55· οὐκ ἂν ὑπέλαβον τοῦτον ἀντειπεῖν Ἀντιφῶν 122. 32, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 86Β, Πρωτ. 343D· ἐὰν ὑπολάβῃ... Ἀθήνησιν [[εἶναι]], ὢν ἐν Λιβύῃ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 5, 25, πρβλ. Πολιτ. 5. 1, 3· [[ἐντεῦθεν]] γίνεται [[χρῆσις]] ἐπιρρήματος [[ὅπως]] τροποποιηθῇ ἡ [[σημασία]] αὕτη, ὀρθῶς ὑπ. Πλάτ. Γοργ. 458Ε, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 2, 1· κάλλιστα ὑπ. Πλάτ. Θεαίτ. 159Β· [[καλῶς]] Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 5, κλπ.· ― ἀκολούθως, παραλειπομένου τοῦ [[εἶναι]], [[παραδέχομαι]] ἢ ἐννοῶ τι ἔχον κατά τινα τρόπον, τὸ χαλεπὸν κακὸν ([[εἶναι]]) ὑπ. Πλάτ. Πρωτ. 341Β· ὑπ. τὸν Ἔρωτα ἕν τι τῶν ὄντων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 263D· ὑπ. τι ὡς ὄν... ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 134C, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 6· τὸν αἰθέρα τῇδέ πη ὑπ., θεωρῶ τὸν αἰθέρα κατὰ τοιοῦτόν τινα τρόπον, Πλάτ. Κρατύλ. 410Β· [[οὕτως]] ὑπ. [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 32Β, πρβλ. Δημ. 316. 6 καὶ 13· ― [[ἁπλῶς]] μετ’ αἰτ., [[καίπερ]] ὑπειληφὼς [[ταῦτα]], εἰ καὶ [[ὑπολαμβάνω]] ὅτι [[ταῦτα]] [[οὕτως]] ἔχουσιν, ὁ αὐτ. 342. 5, πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 3, 10· ὑπ. [[πλῆθος]] ὡρισμένον [[αὐτόθι]] 11. 8, 8· ὑπ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 1, 2. ― Παθ., [[τοιοῦτος]] ὑπολαμβάνομαι Ἰσοκρ. 233D, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 1· [[μειζόνως]] ὑπ. Ἰσοκρ. 226Β, πρβλ. Δημ. 623. 5· ἡ ὑπειλημμένη [[χάρις]] ὁ αὐτ. 178. 8· μετ’ ἀπαρ., ὑπολαμβάνεται ἔχειν τι Ἰσοκρ. 415Β, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 5, 21· ― τὸ ὑποληφθὲν πᾶν = πᾶσα [[ὑπόληψις]] (ΙΙ), Μένανδρ. ἐν «Ἱπποκόμῳ» 1. 7. 2) ἐννοῶ τι, λόγον Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 523, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 295C· ὑπ. τι εἴς τινα Αἰσχίν. 22. 29. ― Παθ., ὑπολαμβάνεται δεδωκέναι, νομίζεται ὅτι..., Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 22, 3. 3) [[ὑποπτεύω]], ἀπιστῶ, Ξεν. Ἀγησίλ. 5. 6. IV. [[λαμβάνω]] κρυφίως, τὰ ὅπλα Θουκ. 6. 58· Κέρκυραν ὑπ. βίᾳ, [[καταλαμβάνω]] αὐτὴν διὰ τῆς βίας κρυφίως, ὁ αὐτ. 1. 68. 2) προσελκύω εἰς τὸ [[μέρος]] μου, δανείσματα γὰρ ποιησάμενοι ὑπολαβεῖν οἷοί τε ἐσμὲν μισθῷ μείζονι τοὺς ξένων αὐτῶν ναυβάτας ὁ αὐτ. 1. 121, πρβλ. 143. V. [[ἀντεπεξέρχομαι]], [[ἐμποδίζω]], ὡς ὁ ἰατρὸς ἀναχαιτίζει τὴν νόσον, Ἱππ. 21. 22. 2) ὑπ. ἵππον, ὡς ὅρος ἱππευτικός, κρατῶ, συγκρατῶ, ἐν μέρει [[ἀναχαιτίζω]] αὐτόν, Ξεν. Ἱππ. 7. 15., 9. 5· ― [[ἀναλαμβάνω]] σημαίνει ἐντελῶς [[ἀναχαιτίζω]], «σταματῶ», [[αὐτόθι]] 3, 5.
|lstext='''ὑπολαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[λαμβάνω]], σηκώνω, [[κάτωθεν]], θέτων ἐμαυτὸν [[ὑποκάτω]], ὡς ὁ [[δελφὶς]] τὸν Ἀρίονα, τὸν δὲ δελφῖνα λέγουσι ὑπολαβόντα [[ἐξενεῖκαι]] ἐπὶ Ταίναρον, δηλαδὴ τὸν Ἀρίονα, Ἡρόδ. 1. 24. Πλάτ, Πολ. 453D· τοὺς νεοττοὺς ὑπ. ἡ [[φήμη]] Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 9. 34, 4· τὸ [[κῦμα]] ὑπ. τινὰ Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332Ε· [[νεφέλη]] ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν Πράξ. Ἀποστ. α΄, 9. β) [[ὑπέχω]], [[ὑποστηρίζω]] [[κάτωθεν]], Ἡρόδ. 4. 72· ὑπ. τοὺς ἐνδεεῖς Στράβ. 653, πρβλ. Διόδωρ 19. 67. γ) [[λαμβάνω]] ἀπὸ τῆς χειρός, Πλάτ. Συμπ. 212D· ἐπὶ ἀπαιτοῦντος ψήφους ὑπέρ τινος, Διονύσ. Ἁλ. 7. 54. δ) ὑπολ. τι ὑπὸ τὸ [[ἱμάτιον]], [[λαμβάνω]] καὶ [[κρύπτω]] ὑπὸ τὸ [[ἱμάτιον]], Πλούτ. 2. 234Β. 2) [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]], ὑπὸ [[τρόμος]] ἔλλαβε γυῖα Ἰλ. Γ. 34, Ὀδ. Σ. 88 ([[ἔνθα]] δυνατὸν νὰ σημαίνῃ [[λαμβάνω]] [[κάτωθεν]] ἢ κρυφίως)· ἐπὶ ἀνεμοστροβίλου, Ἡρόδ. 4 179· ἐπὶ προσβολῆς μανίας, ὁ αὐτ. 6. 75· ἐπὶ λοιμοῦ, [[αὐτόθι]] 27· ἐπὶ ποταμοῦ ὑποδεχομένου χώματα εἰς αὐτὸν ῥιπτόμενα, ὁ αὐτ. 2. 150· ἐπὶ ἀνέμου παρασύροντος χιόνια, [[αὐτόθι]] 25· ἐπὶ στρατιωτῶν ἐλαυνόντων, [[δυσχωρία]] ὑπελάμβανεν αὐτούς, δηλ. [[αἴφνης]] κατήντησαν εἰς δύσβατον τόπον, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 20· - ἀπολ., ὑπολαβὸν [[ῥῖγος]] Ἱπποκρ. 1147F· ἀκολούθως ἐπὶ γεγονότων, ἐπακολουθῶ, [[γίνομαι]] μετὰ [[ταῦτα]], [[ἐπέρχομαι]], ἡ ναυμαχίη ὑπολαβοῦσα Ἡρόδ. 8. 12, πρβλ. 6. 27. 3) [[λαμβάνω]] τὸν λόγον καὶ ἀποκρίνομαι, ἀπαντῶ, Λυσίας 137. 32, Δημ. 596. 14, κλπ.· [[πρός]] τι Θουκ. 5. 85· τι [[πρός]] τινα Δημ. 501. 25, πρβλ. 651. 19 τινὶ περὶ παντὸς Πλάτ. Νόμ. 875D· ὑπ. τινὶ ὅτι..., ὡς... ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 598D, Ξεν. Ἀθην. Πολ. 3. 12, κλπ.· μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρεμφ., ἀποκρίνομαι, Θουκ. 5. 49· - ἀπολ., ἐν διαλόγῳ, ἔφη ὑπολαβών, ὑπ. ἔφη, ὑπ. εἶπεν, εἶπεν ἀποκρινόμενος, ἀπεκρίνατο, Ἡρόδ. 1. 11., 7. 101, Θουκ. 3. 113, Πλάτ., Ξεν. β) [[λαμβάνω]] τὸν λόγον, [[διακόπτω]] (ὡς τὸ [[ὑποκρούω]]), μεταξὺ ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 1, 27· ἔτι λέγοντος [[αὐτοῦ]] ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Κύρου Παιδ. 5. 5, 35. 4) συναντῶ, [[προφθάνω]], [[καταλαμβάνω]], καὶ τὰς κατὰ τὸ νικῆσαν τῶν Πελοποννησίων [[μέρος]] ὑπολαβόντες πεπλανημένας, ἔκοπτόν τε καὶ ἐς φόβον τὰς πλείους ἀμαχεὶ καθίστασαν Θουκ. 8. 105. 5) προσδέχομαί τι (ὡς ἀφορμὴν κατηγορίας, καὶ αὐτὰ ὑπολαμβάνοντες οἱ [[μάλιστα]] τῷ Ἀλκιβιάδῃ ἀχθόμενοι... ἐμεγάλυνον καὶ ἐβόων ὁ αὐτ. 6. 28 ὑπ. τὴν ἐπιθυμίαν τινός, [[λαμβάνω]] ὑπούλως καὶ [[τρέπω]] αὐτὴν εἰς ἰδίαν μου ὠφέλειαν «ὑπολαμβάνοντες δὲ οἱ κόλακες τὴν μειρακιώδη ταύτην τοῦ Ἀλεξάνδρου ἐπιθυμίαν προσεξέκαιον», Λουκιαν. περὶ Διαβολ. 17. ΙΙ. = [[ὑποδέχομαι]], [[δέχομαι]] ὑπὸ τὴν προστασίαν μου, ὁ δὲ [[Κῦρος]] ὑπολαβὼν τοὺς φεύγοντας Ξεν. Ἀν. 1. 1, 7. 2) [[δέχομαι]] πρότασιν, [[παραδέχομαι]], Ἡρόδ. 1. 212., 3. 146· δυσχερῶς ὑπ. τι Δημ. 1309. 18· δυσκόλως ὑπολ., ἐάν... ὁ αὐτ. 1316. 28. ΙΙΙ. [[ἀναλαμβάνω]] ἔννοιάν τινα, παραδέχομαί τι ὡς ἀληθές, [[νομίζω]], [[ὑπολαμβάνω]], ὑποθέτω, [[πολλάκις]] ἐπὶ ἀβασίμου γνώμης, ὑπ. [[θεῖον]] [[εἶναι]] τὸ ἐπαγγελλόμενον Ἡρόδ. 2. 55· οὐκ ἂν ὑπέλαβον τοῦτον ἀντειπεῖν Ἀντιφῶν 122. 32, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 86Β, Πρωτ. 343D· ἐὰν ὑπολάβῃ... Ἀθήνησιν [[εἶναι]], ὢν ἐν Λιβύῃ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 5, 25, πρβλ. Πολιτ. 5. 1, 3· [[ἐντεῦθεν]] γίνεται [[χρῆσις]] ἐπιρρήματος [[ὅπως]] τροποποιηθῇ ἡ [[σημασία]] αὕτη, ὀρθῶς ὑπ. Πλάτ. Γοργ. 458Ε, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 2, 1· κάλλιστα ὑπ. Πλάτ. Θεαίτ. 159Β· [[καλῶς]] Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 5, κλπ.· ― ἀκολούθως, παραλειπομένου τοῦ [[εἶναι]], [[παραδέχομαι]] ἢ ἐννοῶ τι ἔχον κατά τινα τρόπον, τὸ χαλεπὸν κακὸν ([[εἶναι]]) ὑπ. Πλάτ. Πρωτ. 341Β· ὑπ. τὸν Ἔρωτα ἕν τι τῶν ὄντων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 263D· ὑπ. τι ὡς ὄν... ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 134C, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 6· τὸν αἰθέρα τῇδέ πη ὑπ., θεωρῶ τὸν αἰθέρα κατὰ τοιοῦτόν τινα τρόπον, Πλάτ. Κρατύλ. 410Β· [[οὕτως]] ὑπ. [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 32Β, πρβλ. Δημ. 316. 6 καὶ 13· ― [[ἁπλῶς]] μετ’ αἰτ., [[καίπερ]] ὑπειληφὼς [[ταῦτα]], εἰ καὶ [[ὑπολαμβάνω]] ὅτι [[ταῦτα]] [[οὕτως]] ἔχουσιν, ὁ αὐτ. 342. 5, πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 3, 10· ὑπ. [[πλῆθος]] ὡρισμένον [[αὐτόθι]] 11. 8, 8· ὑπ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 1, 2. ― Παθ., [[τοιοῦτος]] ὑπολαμβάνομαι Ἰσοκρ. 233D, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 1· [[μειζόνως]] ὑπ. Ἰσοκρ. 226Β, πρβλ. Δημ. 623. 5· ἡ ὑπειλημμένη [[χάρις]] ὁ αὐτ. 178. 8· μετ’ ἀπαρ., ὑπολαμβάνεται ἔχειν τι Ἰσοκρ. 415Β, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 5, 21· ― τὸ ὑποληφθὲν πᾶν = πᾶσα [[ὑπόληψις]] (ΙΙ), Μένανδρ. ἐν «Ἱπποκόμῳ» 1. 7. 2) ἐννοῶ τι, λόγον Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 523, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 295C· ὑπ. τι εἴς τινα Αἰσχίν. 22. 29. ― Παθ., ὑπολαμβάνεται δεδωκέναι, νομίζεται ὅτι..., Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 22, 3. 3) [[ὑποπτεύω]], ἀπιστῶ, Ξεν. Ἀγησίλ. 5. 6. IV. [[λαμβάνω]] κρυφίως, τὰ ὅπλα Θουκ. 6. 58· Κέρκυραν ὑπ. βίᾳ, [[καταλαμβάνω]] αὐτὴν διὰ τῆς βίας κρυφίως, ὁ αὐτ. 1. 68. 2) προσελκύω εἰς τὸ [[μέρος]] μου, δανείσματα γὰρ ποιησάμενοι ὑπολαβεῖν οἷοί τε ἐσμὲν μισθῷ μείζονι τοὺς ξένων αὐτῶν ναυβάτας ὁ αὐτ. 1. 121, πρβλ. 143. V. [[ἀντεπεξέρχομαι]], [[ἐμποδίζω]], ὡς ὁ ἰατρὸς ἀναχαιτίζει τὴν νόσον, Ἱππ. 21. 22. 2) ὑπ. ἵππον, ὡς ὅρος ἱππευτικός, κρατῶ, συγκρατῶ, ἐν μέρει [[ἀναχαιτίζω]] αὐτόν, Ξεν. Ἱππ. 7. 15., 9. 5· ― [[ἀναλαμβάνω]] σημαίνει ἐντελῶς [[ἀναχαιτίζω]], «σταματῶ», [[αὐτόθι]] 3, 5.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπολαμβάνω:'''<br /><b class="num">1)</b> подхватывать, брать на себя: δελφῖνα λέγουσιν ὑπολαβόντα αὐτὸν [[ἐξενεῖκαι]] ἐπὶ [[Ταίναρον]] Her. говорят, что дельфин, приняв (Ариона) на себя, доставил его к Тенару; ἄγειν αὐτὸν τὴν αὐλητρίδα ὑπολαβοῦσαν Plat. (я видел), как его вела поддерживавшая (его) флейтистка;<br /><b class="num">2)</b> подпирать (τι Her.);<br /><b class="num">3)</b> схватывать, уносить прочь (τοὺς νεοττούς Arst.);<br /><b class="num">4)</b> тайком захватывать (Κέρκυραν, τὰ [[ὅπλα]] Thuc.): ὑπολαβεῖν τι ὑπὸ τὸ [[αὑτοῦ]] [[ἱμάτιον]] Plut. схватить что-л. и спрятать под плащом;<br /><b class="num">5)</b> охватывать, овладевать, застигать (ὑπὸ [[τρόμος]] ἔλαβε γυῖα Hom.; [[μανίη]] [[νοῦσος]] ὑπέλαβε αὐτόν Her.): λοιμὸς ὑπολαβὼν ἀπήνεικέ τινα Her. чума унесла кого-л.; τὰς [[ναῦς]] ὑπολαβόντες ἔκοπτον Thuc. напав врасплох на корабли, они повредили (их); [[δυσχωρία]] τε καὶ [[στενοπορία]] ὑπελάμβανεν αὐτούς Xen. они попали в труднопроходимые места; αὐτὰ ὑπολαμβάνοντες ἐμεγάλυνον Thuc. ухватившись за эти (обвинения), они раздули (их);<br /><b class="num">6)</b> перехватывать, сманивать (τινὰ μισθῷ μείζονι Thuc.);<br /><b class="num">7)</b> непосредственно следовать, тотчас же наступать: [[μετὰ]] [[ταῦτα]] ἡ [[ναυμαχία]] ὑπολαβοῦσα Her. последовавшее за этим морское сражение;<br /><b class="num">8)</b> принимать у себя (τοὺς φεύγοντας Xen.);<br /><b class="num">9)</b> внимательно выслушивать, принимать ([[δυσχερῶς]] τι Dem.): ὑπόλαβε τὸν λόγον Her. прими совет;<br /><b class="num">10)</b> воспринимать, понимать, полагать: [[ὀρθῶς]] ὑ. Plat. правильно понимать; ὑ. τι ὡς ὄν Plat. разуметь нечто как сущее, т. е. как таковое; τί [[οὖν]] [[αἴτιον]] εἶναι [[ὑπολαμβάνω]]; Plat. в чем тут, на мой взгляд, причина?; [[ἀδύνατον]] ταὐτὸν ὑ. εἶναι καὶ μὴ εἶναι Arst. невозможно считать одно и то же (одновременно) существующим и несуществующим; [[τοιοῦτος]] ὑπολαμβανόμενός (εἰμι) [[οἷον]] ἂν παρ᾽ ἑτέρων ἀκούσωσιν Isocr. обо мне думают так, как слышат от других, т. е. судят по наслышке; πάντα τὸν αὐτὸν τρόπον [[ὑποληπτέον]] Plat. таким же образом приходится думать обо всем; πολὺ [[τἀναντία]] ὑπειλημμένον Dem. совершенно противоположное мнение; [[ἐλάττων]] τοῦ ὑπειλημμένου Dem. меньший, чем полагают; τὸ ὑποληφθέν Men. предположение;<br /><b class="num">11)</b> прерывать, перебивать: μεταξὺ ὑπολαβὼν ἔλεξε или [[ἔτι]] λέγοντος [[αὐτοῦ]] ὑπολαβὼν [[εἶπε]] Xen. он перебил его (следующими) словами;<br /><b class="num">12)</b> возражать, отвечать, указывать в ответ: ἃ πρὸς τούτους ὑπολαμβάνοιτ᾽ ἂν [[εἰκότως]] Dem. (вот) что вы должны возразить им; ἐὰν ἀπολογίᾳ τινὶ χρῆται, ὑ. χρὴ εἰ … Lys. если он сошлется на что-л. в свою защиту, нужно спросить (его), не … ли …;<br /><b class="num">13)</b> сдерживать (ἐν ταῖς στροφαῖς, sc. ἵππον Xen.).
|elrutext='''ὑπολαμβάνω:'''<br /><b class="num">1)</b> подхватывать, брать на себя: δελφῖνα λέγουσιν ὑπολαβόντα αὐτὸν [[ἐξενεῖκαι]] ἐπὶ [[Ταίναρον]] Her. говорят, что дельфин, приняв (Ариона) на себя, доставил его к Тенару; ἄγειν αὐτὸν τὴν αὐλητρίδα ὑπολαβοῦσαν Plat. (я видел), как его вела поддерживавшая (его) флейтистка;<br /><b class="num">2)</b> подпирать (τι Her.);<br /><b class="num">3)</b> схватывать, уносить прочь (τοὺς νεοττούς Arst.);<br /><b class="num">4)</b> тайком захватывать (Κέρκυραν, τὰ [[ὅπλα]] Thuc.): ὑπολαβεῖν τι ὑπὸ τὸ [[αὑτοῦ]] [[ἱμάτιον]] Plut. схватить что-л. и спрятать под плащом;<br /><b class="num">5)</b> охватывать, овладевать, застигать (ὑπὸ [[τρόμος]] ἔλαβε γυῖα Hom.; [[μανίη]] [[νοῦσος]] ὑπέλαβε αὐτόν Her.): λοιμὸς ὑπολαβὼν ἀπήνεικέ τινα Her. чума унесла кого-л.; τὰς [[ναῦς]] ὑπολαβόντες ἔκοπτον Thuc. напав врасплох на корабли, они повредили (их); [[δυσχωρία]] τε καὶ [[στενοπορία]] ὑπελάμβανεν αὐτούς Xen. они попали в труднопроходимые места; αὐτὰ ὑπολαμβάνοντες ἐμεγάλυνον Thuc. ухватившись за эти (обвинения), они раздули (их);<br /><b class="num">6)</b> перехватывать, сманивать (τινὰ μισθῷ μείζονι Thuc.);<br /><b class="num">7)</b> непосредственно следовать, тотчас же наступать: μετὰ [[ταῦτα]] ἡ [[ναυμαχία]] ὑπολαβοῦσα Her. последовавшее за этим морское сражение;<br /><b class="num">8)</b> принимать у себя (τοὺς φεύγοντας Xen.);<br /><b class="num">9)</b> внимательно выслушивать, принимать ([[δυσχερῶς]] τι Dem.): ὑπόλαβε τὸν λόγον Her. прими совет;<br /><b class="num">10)</b> воспринимать, понимать, полагать: [[ὀρθῶς]] ὑ. Plat. правильно понимать; ὑ. τι ὡς ὄν Plat. разуметь нечто как сущее, т. е. как таковое; τί [[οὖν]] [[αἴτιον]] εἶναι [[ὑπολαμβάνω]]; Plat. в чем тут, на мой взгляд, причина?; [[ἀδύνατον]] ταὐτὸν ὑ. εἶναι καὶ μὴ εἶναι Arst. невозможно считать одно и то же (одновременно) существующим и несуществующим; [[τοιοῦτος]] ὑπολαμβανόμενός (εἰμι) [[οἷον]] ἂν παρ᾽ ἑτέρων ἀκούσωσιν Isocr. обо мне думают так, как слышат от других, т. е. судят по наслышке; πάντα τὸν αὐτὸν τρόπον [[ὑποληπτέον]] Plat. таким же образом приходится думать обо всем; πολὺ [[τἀναντία]] ὑπειλημμένον Dem. совершенно противоположное мнение; [[ἐλάττων]] τοῦ ὑπειλημμένου Dem. меньший, чем полагают; τὸ ὑποληφθέν Men. предположение;<br /><b class="num">11)</b> прерывать, перебивать: μεταξὺ ὑπολαβὼν ἔλεξε или [[ἔτι]] λέγοντος [[αὐτοῦ]] ὑπολαβὼν [[εἶπε]] Xen. он перебил его (следующими) словами;<br /><b class="num">12)</b> возражать, отвечать, указывать в ответ: ἃ πρὸς τούτους ὑπολαμβάνοιτ᾽ ἂν [[εἰκότως]] Dem. (вот) что вы должны возразить им; ἐὰν ἀπολογίᾳ τινὶ χρῆται, ὑ. χρὴ εἰ … Lys. если он сошлется на что-л. в свою защиту, нужно спросить (его), не … ли …;<br /><b class="num">13)</b> сдерживать (ἐν ταῖς στροφαῖς, sc. ἵππον Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj