ὑπολαμβάνω

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολαμβάνω Medium diacritics: ὑπολαμβάνω Low diacritics: υπολαμβάνω Capitals: ΥΠΟΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: hypolambánō Transliteration B: hypolambanō Transliteration C: ypolamvano Beta Code: u(polamba/nw

English (LSJ)

also ὑπολάζυμαι (q.v.), late Dor. 3pl.
Afut. ὑπολαμψοῦνται Anon.Oxy.410.99:—take up by getting under, as the dolphin did Arion, Hdt.1.24, Pl.R.453d; τοὺς νεοττοὺς ὑ. ἡ φήνη Arist.HA619b34; τὸ κῦμα ὑ. τινά Clearch.73; νεφέλη ὑ. τινά Act.Ap.1.9.
b bear up, support, Hdt.4.72; ὑ. τοὺς ἐνδεεῖς Str.14.2.5, cf. D.S.19.67; ὑπέλαβές με πέμψας μοι τὰ κριθάρια BGU48.3 (ii/iii A. D.).
2 take up, seize or come suddenly upon, ὑπὸ τρόμος ἔλλαβε γυῖα Il.3.34, Od.18.88; of a storm of wind, Hdt.4.179; of a fit of madness, Id.6.75; of a pestilence, ib.27; of a river taking up earth thrown into it, Id.2.150; of winds taking up water, ib.25; of soldiers marching, δυσχωρία ὑπελάμβανεν αὐτούς, i.e. they came suddenly into difficult ground, X.HG3.5.20: abs., ὑπολαβὼν πυρετός Hp.Epid.5.20; of events, follow next, come next, ὑπέλαβε ναυμαχίη καρτερή Hdt.8.12, cf. 6.27.
3 in discourse, take up what is said, interpret or understand it in a certain way, ταύτῃ ὑπολαμβάνεις ᾗ ἃν κακουργήσαις μάλιστα τὸν λόγον Pl.R.338d; ὃν μὴ σὺ φράζεις, πῶς ὑπολάβοιμ' ἂν λόγον; E. IA523, cf. Pl.Euthd.295c; ὑ. τι εἴς τινα understand it of, i.e. apply it to, him, Aeschin.1.157; ὥσπερ ὁ ἀκούων ὑ. Arist.Rh.1412a30; rejoin, retort, Pl.Lg.875d, D.22.10, etc.; πρός τι Th.5.85; τιπρός τινας D.20.146, cf. 23.93; ὑ. τινὶ ὅτι . . Pl.R.598d; ὑ. ὡς . . X.Ath.3.12, etc.: c. acc. et inf., reply that... Th.5.49; ὑπολαμβάνεῖν χρὴ εἰ . . retort by asking whether... Lys.13.82: abs., in dialogue, ἔφη ὑπολαβών, ὑπολαβών ἔφη, ὑπολαβών εἶπεν, he said in answer, Pl.R.331d, Hdt.101, Th.3.113, etc.
b take up, interrupt, μεταξὺ ὑ. X.An.3.1.26; ἔτι λέγοντος αὐτοῦ ὑ. Id.Cyr.5.5.35.
4 take up the conqueror, fight with him, Th.8.105.
5 take up a charge, Id.6.28; ὑ. τὴν ἐπιθυμίαν τινός take up and turn it to their own use, Luc.Cal.17.
II = ὑποδέχομαι, receive and protect, ὁ Κῦρος ὑπολαβὼν τοὺς φεύγοντας (the exiles) X.An.1.1.7; admit a visitor, Pl.Smp.212d; of a doctor, take in hand, treat a patient, Hp. Morb.1.15 (Pass.).
2 accept or entertain a proposal, Hdt.1.212, 3.146; δυσχερῶς ὑ. D.57.35; μηδεὶς ὑπολάβῃ δυσκόλως ἐὰν . . take it amiss, ib.59.
III take up a notion, assume, suppose, freq. of an ill-grounded opinion, ὑ. θεῖον εἶναι τὸ ἐπαγγελλόμενον Hdt.2.55; οὐκ ἂν ὑπέλαβον τοῦτον ἀντειπεῖν Antipho 3.3.2, cf. Pl.Phd.86b, Prt.343d; ἐὰν ὑπολάβῃ . . Ἀθήνῃσιν εἶναι, ὢν ἐν Λιβύῃ Arist.Metaph.1010b10: an Adv. is freq. added to give the word a good sense, ὀρθῶς ὑ. Pl.Grg. 458e, Arist.EN1145b21, καλῶς Id.Rh.1404a1, etc.; βέλτιον ὑπελάβομεν εἶναι πάλιν γράψαι PCair.Zen.36.15 (iii B. C.): with εἶναι omitted, assume or understand a thing to be so and so, τὰ φύματα τεχνικώτατον ὑπειληφέναι (sc. εἶναι) δεῖ δύνασθαι διαλύειν Hp.Medic. 10; τὸ χαλεπὸν κακὸν (sc. εἶναι) ὑ. Pl.Prt.341b; ὑ. τὸν Ἔρωτα ἕν τι τῶν ὄντων Id.Phdr.263d; ὑ. τι ὡς ὂν . . Id.Prm.134c; τὸν αἰθέρα τῇδέ πῃ ὑ. conceive of the word αἰθήρ somewhat in this way, Id.Cra. 410b; οὕτως ὑ. περί τινος Isoc.3.26, cf. D.18.269: simply c. acc., καίπερ ὑπειληφὼς ταῦτα though I assume this to be so, Id.19.3, cf. Arist.Metaph.1005b26; τίς σε ἀναγκάσαι δύναται ὑπολαβεῖν τι ὧν οὐ θέλεις; Arr.Epict.2.6.21; ὃ βούλει, ὑπολάμβανε ib.1.10.4; ὑ. πλῆθος ὡρισμένον Arist.Metaph.1073b13; ὑ. ὅτι . . Id.Pol.1301a25:—Pass., τοιοῦτος ὑπολαμβάνομαι Isoc.12.5, cf. Arist.Rh.1366a26; ὑ. μειζόνως ἢ κατὰ τὴν ἀξίαν Isoc.11.24, cf. D.23.6; ἡ ὑπειλημμένη ἀρετή Id.14.1; ὅπως ποθ' ὑπείλημμαι περὶ τούτων ἀρκεῖ μοι I am content with whatever opinion of me has been formed in these matters, Id.18.269: c. inf., τῇ φιλανθρωπίᾳ ἢν ἔχειν ὑπείληψαι παρὰ τοῖς ἀνθρώποις Isoc. Ep.4.9, cf. Arist.Rh.1383b8; ὑπολαμβάνεται δεδωκέναι is understood to have granted, Id.SE178a20: τὸ ὑποληφθὲν πᾶν, = πᾶσα ὑπόληψις (ΙΙ), Men.249.7.
2 suspect, disbelieve, X.Ages.5.6, unless ὅ τι ὑπολαμβάνουσί τινες ταῦτα οὐκ ἀγνοῶ means 'I know how some people regard it'.
IV draw away, seduce, ὑ. μισθῷ μείζονι τοὺς ναυβάτας Th.1.121, cf. 143; Κέρκυραν ib.68.
2 take away, remove, seize, τοῖς ἐπικούροις φράσας τὰ ὅπλα ὑπολαβεῖν ordering his bodyguard to remove the arms (of the citizens), Id.6.58.
3 receive, ἀποτίσει . . ὃ ὑπείληφεν . . ἀργυρικὸν κεφάλαιον Mitteis Chr.220.21 (i A. D.), cf. BGU709.19 (ii A. D.).
V ὑ. ἵππον, as a term of horsemanship, hold up the horse, check him in his course, X.Eq.7.15,9.5.

German (Pape)

[Seite 1223] (s. λαμβάνω), darunter od. darein aufnehmen, auffangen, z. B. vom Delphin, der den Arion auf seinen Rücken aufnimmt, δελφῖνα λέγουσιν ὑπολαβόντα αὐτὸν ἐξενεῖκαι ἐπὶ Ταίναρον Her. 1, 24; vgl. Plat. Rep. V, 453 d Conv. 212 d; dah. gastfreundlich aufnehmen, in Schutz nehmen, Xen. An. 1, 1,7; δυσχωρία ὑπελάμβανεν αὐτούς, d. i. sie kamen in eine schwierige Gegend, Xen. Hell. 3, 5,20; oft λόγον, eine Rede gut aufnehmen, einen Vorschlag annehmen, Her. 1, 212. 3, 146; τὸν αὐτὸν λόγον οὐχ ὁμοίως ὑπολ. μὴ μετὰ τῆς αὐτῆς διανοίας λεγόμενον Isocr. 4, 130. Auch die Rede eines Andern so aufnehmen, daß man darauf erwidert, Her. 1, 11; τὶ πρός τι, Thuc. 5, 85; ὁ δὲ ὑπολαβὼν εἶπε Her. 7, 101; Thuc. 3, 113 und öfter, wie Xen. Cyr. 2, 2,2 u. öfter; Plat. u. Folgde; auch ohne λόγον, entgegnen, widersprechen, Dem. 22, 4 u. öfter; μεταξὺ ὑπολαμβάνειν, Einem mitten in die Rede fallen, ihn unterbrechen, vgl. ἔτι λέγοντος αὐτοῦ ὑπολαβὼν εἶπε Xen. Cyr. 5, 5,35; Pol. u. Sp. – Übh. gut oder übel aufnehmen, auslegen, verstehen, ὃν μὴ σὺ φράζεις, πῶς ὑπολάβοιμ' ἂν λόγον Eur. I. A. 523; ἴσως γάρ τοι σοῦ ὀρθῶς λέγοντος ἐγὼ οὐκ ὀρθῶς ὑπολαμβάνω Plat. Gorg. 458 e; ὑπολαμβάνεις γὰρ δή πού τι ὃ λέγω Euthyd. 295 b; ἴσως οἱ Κεῖοι καὶ τὸ χαλεπὸν ἢ κακὸν ὑπολαμβάνουσιν ἢ ἄλλο τι, verstehen darunter, Prot. 341 b; ὁ Λυσίας ἠνάγκασεν ἡμᾶς ὑπολαβεῖν τὸν Ἔρωτα ἕν τι τῶν ὄντων Phaedr. 263 d; annehmen, meinen, glauben, τί οὖν αἴτιον εἶναι ὑπολαμβάνω Apol. 40 b, u. öfter; ὅπερ ὑπολάβοιεν ἂν οἱ πολλοί Phil. 51 e; Xen. Cyr. 6, 1,26; οὕτω περὶ αὐτῶν ὑπειλήφαμεν Isocr. 3, 26; ἐβουλόμην, ὥσπερ ὠφέλιμόν ἐστι, οὕτω καὶ φιλάνθρωπον αὐτὸ παρὰ τοῖς πολλοῖς ὑπειλῆφθαι Lycurg. 3, wie ἀρετὴν ἐλάττω τῆς ὑπειλημμένης παρὰ τοῖς ἀκούουσιν Dem. 14, 1; καίπερ ὑπειληφὼς τάδε 19, 3. – Wie δέχεσθαι, den Angriff aufnehmen, aushalten, Thuc. 8, 105; auch unvermerkt, heimlich, listig nehmen, 1, 68. 121. 143. – Von Begebenheiten, der Zeit nach gleich darauf folgen, ἡ ναυμαχίη ὑπολαβοῦσα, die darauf folgende Seeschlacht, Her. 6, 27; τοὺς δὲ λοιμὸς ὑπολαβὼν ἀπήνεικε, die darauf folgende Pest, ibd., wo man den accus. aber auch darauf beziehen kann, wie κατελθόντα αὐτὸν ὑπέλαβε μανίη νοῦσος, 6, 75, es ergriff oder befiel ihn darauf; vgl. καί μιν ὑπολαβεῖν ἄνεμον βορῆν καὶ ἀποφέρειν πρὸς τὴν Λιβύην, 1, 179. 7, 170. 8, 118. – Bei Xen. equit. 7, 15 Kunstausdruck des Reitens, ὑπολαμβάνειν ἵππον, das Pferd vorhalten, halbe Parade geben.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπολήψομαι, ao.2 ὑπέλαβον, etc.
I. prendre par dessous :
1 porter sur son dos, acc.;
2 prendre pour mettre sous, fourrer, cacher : τι ὑπὸ τὸ ἱμάτιον PLUT qch sous son vêtement;
II. accueillir :
1 accueillir amicalement, traiter en hôte, recueillir : φεύγοντας XÉN des fuyards;
2 faire bon accueil à, approuver : λόγον HDT une parole, une proposition, une déclaration;
III. prendre ou recevoir ensuite : δυσχωρία ὑπελάμβανεν αὐτούς XÉN ils arrivaient dans une région difficile ; sans rég. succéder, suivre, survenir : ἡ ναυμαχίη ὑπολαβοῦσα HDT le combat naval qui suivit ; ὑπ. τὸν λόγον ATT prendre la parole après qqn ; ὁ δὲ ὑπολαβὼν ἔφη HDT et ayant pris la parole, il dit ; qqf prendre la parole en interrompant : ἔτι λέγοντος αὐτοῦ ὑπολαβὼν εἶπε XÉN comme il parlait encore, Cyrus prit la parole et dit ; répondre : τι qch ; avec ὅτι ou ὡς répondre que;
IV. prendre à l'improviste, surprendre : ναῦς πεπλανημένας THC des vaisseaux dispersés ; αὐτὸν ὑπέλαβε μανίη νοῦσος HDT il fut atteint d'une folie subite;
V. prendre en dessous :
1 prendre secrètement : τὰ ὅπλα THC les armes;
2 s'emparer par des moyens détournés de, attirer à soi par des voies détournées, détacher d'un parti, acc. : μισθῷ μείζονι τοὺς ξένους THC débaucher par l'offre d'une plus forte solde les troupes mercenaires;
VI. en parl. de l'intelligence;
1 concevoir, comprendre, acc. ; abs. comprendre là-dessous, càd vouloir dire par là;
2 penser, croire, être d'avis : οὕτω περὶ αὐτῶν ὑπειλήφαμεν ISOCR voilà ce que nous pensons d'eux ; Pass. ὑπολαμβάνομαι avec ὅτι : on pense de moi que, je passe pour;
NT: prendre la parole.
Étymologie: ὑπό, λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπολαμβάνω:
1 подхватывать, брать на себя: δελφῖνα λέγουσιν ὑπολαβόντα αὐτὸν ἐξενεῖκαι ἐπὶ Ταίναρον Her. говорят, что дельфин, приняв (Ариона) на себя, доставил его к Тенару; ἄγειν αὐτὸν τὴν αὐλητρίδα ὑπολαβοῦσαν Plat. (я видел), как его вела поддерживавшая (его) флейтистка;
2 подпирать (τι Her.);
3 схватывать, уносить прочь (τοὺς νεοττούς Arst.);
4 тайком захватывать (Κέρκυραν, τὰ ὅπλα Thuc.): ὑπολαβεῖν τι ὑπὸ τὸ αὑτοῦ ἱμάτιον Plut. схватить что-л. и спрятать под плащом;
5 охватывать, овладевать, застигать (ὑπὸ τρόμος ἔλαβε γυῖα Hom.; μανίη νοῦσος ὑπέλαβε αὐτόν Her.): λοιμὸς ὑπολαβὼν ἀπήνεικέ τινα Her. чума унесла кого-л.; τὰς ναῦς ὑπολαβόντες ἔκοπτον Thuc. напав врасплох на корабли, они повредили (их); δυσχωρία τε καὶ στενοπορία ὑπελάμβανεν αὐτούς Xen. они попали в труднопроходимые места; αὐτὰ ὑπολαμβάνοντες ἐμεγάλυνον Thuc. ухватившись за эти (обвинения), они раздули (их);
6 перехватывать, сманивать (τινὰ μισθῷ μείζονι Thuc.);
7 непосредственно следовать, тотчас же наступать: μετὰ ταῦταναυμαχία ὑπολαβοῦσα Her. последовавшее за этим морское сражение;
8 принимать у себя (τοὺς φεύγοντας Xen.);
9 внимательно выслушивать, принимать (δυσχερῶς τι Dem.): ὑπόλαβε τὸν λόγον Her. прими совет;
10 воспринимать, понимать, полагать: ὀρθῶς ὑ. Plat. правильно понимать; ὑ. τι ὡς ὄν Plat. разуметь нечто как сущее, т. е. как таковое; τί οὖν αἴτιον εἶναι ὑπολαμβάνω; Plat. в чем тут, на мой взгляд, причина?; ἀδύνατον ταὐτὸν ὑ. εἶναι καὶ μὴ εἶναι Arst. невозможно считать одно и то же (одновременно) существующим и несуществующим; τοιοῦτος ὑπολαμβανόμενός (εἰμι) οἷον ἂν παρ᾽ ἑτέρων ἀκούσωσιν Isocr. обо мне думают так, как слышат от других, т. е. судят по наслышке; πάντα τὸν αὐτὸν τρόπον ὑποληπτέον Plat. таким же образом приходится думать обо всем; πολὺ τἀναντία ὑπειλημμένον Dem. совершенно противоположное мнение; ἐλάττων τοῦ ὑπειλημμένου Dem. меньший, чем полагают; τὸ ὑποληφθέν Men. предположение;
11 прерывать, перебивать: μεταξὺ ὑπολαβὼν ἔλεξε или ἔτι λέγοντος αὐτοῦ ὑπολαβὼν εἶπε Xen. он перебил его (следующими) словами;
12 возражать, отвечать, указывать в ответ: ἃ πρὸς τούτους ὑπολαμβάνοιτ᾽ ἂν εἰκότως Dem. (вот) что вы должны возразить им; ἐὰν ἀπολογίᾳ τινὶ χρῆται, ὑ. χρὴ εἰ … Lys. если он сошлется на что-л. в свою защиту, нужно спросить (его), не … ли …;
13 сдерживать (ἐν ταῖς στροφαῖς, sc. ἵππον Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, λαμβάνω, σηκώνω, κάτωθεν, θέτων ἐμαυτὸν ὑποκάτω, ὡς ὁ δελφὶς τὸν Ἀρίονα, τὸν δὲ δελφῖνα λέγουσι ὑπολαβόντα ἐξενεῖκαι ἐπὶ Ταίναρον, δηλαδὴ τὸν Ἀρίονα, Ἡρόδ. 1. 24. Πλάτ, Πολ. 453D· τοὺς νεοττοὺς ὑπ. ἡ φήμη Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 9. 34, 4· τὸ κῦμα ὑπ. τινὰ Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332Ε· νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν Πράξ. Ἀποστ. α΄, 9. β) ὑπέχω, ὑποστηρίζω κάτωθεν, Ἡρόδ. 4. 72· ὑπ. τοὺς ἐνδεεῖς Στράβ. 653, πρβλ. Διόδωρ 19. 67. γ) λαμβάνω ἀπὸ τῆς χειρός, Πλάτ. Συμπ. 212D· ἐπὶ ἀπαιτοῦντος ψήφους ὑπέρ τινος, Διονύσ. Ἁλ. 7. 54. δ) ὑπολ. τι ὑπὸ τὸ ἱμάτιον, λαμβάνω καὶ κρύπτω ὑπὸ τὸ ἱμάτιον, Πλούτ. 2. 234Β. 2) καταλαμβάνω, κυριεύω, ὑπὸ τρόμος ἔλλαβε γυῖα Ἰλ. Γ. 34, Ὀδ. Σ. 88 (ἔνθα δυνατὸν νὰ σημαίνῃ λαμβάνω κάτωθεν ἢ κρυφίως)· ἐπὶ ἀνεμοστροβίλου, Ἡρόδ. 4 179· ἐπὶ προσβολῆς μανίας, ὁ αὐτ. 6. 75· ἐπὶ λοιμοῦ, αὐτόθι 27· ἐπὶ ποταμοῦ ὑποδεχομένου χώματα εἰς αὐτὸν ῥιπτόμενα, ὁ αὐτ. 2. 150· ἐπὶ ἀνέμου παρασύροντος χιόνια, αὐτόθι 25· ἐπὶ στρατιωτῶν ἐλαυνόντων, δυσχωρία ὑπελάμβανεν αὐτούς, δηλ. αἴφνης κατήντησαν εἰς δύσβατον τόπον, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 20· - ἀπολ., ὑπολαβὸν ῥῖγος Ἱπποκρ. 1147F· ἀκολούθως ἐπὶ γεγονότων, ἐπακολουθῶ, γίνομαι μετὰ ταῦτα, ἐπέρχομαι, ἡ ναυμαχίη ὑπολαβοῦσα Ἡρόδ. 8. 12, πρβλ. 6. 27. 3) λαμβάνω τὸν λόγον καὶ ἀποκρίνομαι, ἀπαντῶ, Λυσίας 137. 32, Δημ. 596. 14, κλπ.· πρός τι Θουκ. 5. 85· τι πρός τινα Δημ. 501. 25, πρβλ. 651. 19 τινὶ περὶ παντὸς Πλάτ. Νόμ. 875D· ὑπ. τινὶ ὅτι..., ὡς... ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 598D, Ξεν. Ἀθην. Πολ. 3. 12, κλπ.· μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρεμφ., ἀποκρίνομαι, Θουκ. 5. 49· - ἀπολ., ἐν διαλόγῳ, ἔφη ὑπολαβών, ὑπ. ἔφη, ὑπ. εἶπεν, εἶπεν ἀποκρινόμενος, ἀπεκρίνατο, Ἡρόδ. 1. 11., 7. 101, Θουκ. 3. 113, Πλάτ., Ξεν. β) λαμβάνω τὸν λόγον, διακόπτω (ὡς τὸ ὑποκρούω), μεταξὺ ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 1, 27· ἔτι λέγοντος αὐτοῦ ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Κύρου Παιδ. 5. 5, 35. 4) συναντῶ, προφθάνω, καταλαμβάνω, καὶ τὰς κατὰ τὸ νικῆσαν τῶν Πελοποννησίων μέρος ὑπολαβόντες πεπλανημένας, ἔκοπτόν τε καὶ ἐς φόβον τὰς πλείους ἀμαχεὶ καθίστασαν Θουκ. 8. 105. 5) προσδέχομαί τι (ὡς ἀφορμὴν κατηγορίας, καὶ αὐτὰ ὑπολαμβάνοντες οἱ μάλιστα τῷ Ἀλκιβιάδῃ ἀχθόμενοι... ἐμεγάλυνον καὶ ἐβόων ὁ αὐτ. 6. 28 ὑπ. τὴν ἐπιθυμίαν τινός, λαμβάνω ὑπούλως καὶ τρέπω αὐτὴν εἰς ἰδίαν μου ὠφέλειαν «ὑπολαμβάνοντες δὲ οἱ κόλακες τὴν μειρακιώδη ταύτην τοῦ Ἀλεξάνδρου ἐπιθυμίαν προσεξέκαιον», Λουκιαν. περὶ Διαβολ. 17. ΙΙ. = ὑποδέχομαι, δέχομαι ὑπὸ τὴν προστασίαν μου, ὁ δὲ Κῦρος ὑπολαβὼν τοὺς φεύγοντας Ξεν. Ἀν. 1. 1, 7. 2) δέχομαι πρότασιν, παραδέχομαι, Ἡρόδ. 1. 212., 3. 146· δυσχερῶς ὑπ. τι Δημ. 1309. 18· δυσκόλως ὑπολ., ἐάν... ὁ αὐτ. 1316. 28. ΙΙΙ. ἀναλαμβάνω ἔννοιάν τινα, παραδέχομαί τι ὡς ἀληθές, νομίζω, ὑπολαμβάνω, ὑποθέτω, πολλάκις ἐπὶ ἀβασίμου γνώμης, ὑπ. θεῖον εἶναι τὸ ἐπαγγελλόμενον Ἡρόδ. 2. 55· οὐκ ἂν ὑπέλαβον τοῦτον ἀντειπεῖν Ἀντιφῶν 122. 32, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 86Β, Πρωτ. 343D· ἐὰν ὑπολάβῃ... Ἀθήνησιν εἶναι, ὢν ἐν Λιβύῃ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 5, 25, πρβλ. Πολιτ. 5. 1, 3· ἐντεῦθεν γίνεται χρῆσις ἐπιρρήματος ὅπως τροποποιηθῇ ἡ σημασία αὕτη, ὀρθῶς ὑπ. Πλάτ. Γοργ. 458Ε, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 2, 1· κάλλιστα ὑπ. Πλάτ. Θεαίτ. 159Β· καλῶς Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 5, κλπ.· ― ἀκολούθως, παραλειπομένου τοῦ εἶναι, παραδέχομαι ἢ ἐννοῶ τι ἔχον κατά τινα τρόπον, τὸ χαλεπὸν κακὸν (εἶναι) ὑπ. Πλάτ. Πρωτ. 341Β· ὑπ. τὸν Ἔρωτα ἕν τι τῶν ὄντων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 263D· ὑπ. τι ὡς ὄν... ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 134C, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 6· τὸν αἰθέρα τῇδέ πη ὑπ., θεωρῶ τὸν αἰθέρα κατὰ τοιοῦτόν τινα τρόπον, Πλάτ. Κρατύλ. 410Β· οὕτως ὑπ. περί τινος Ἰσοκρ. 32Β, πρβλ. Δημ. 316. 6 καὶ 13· ― ἁπλῶς μετ’ αἰτ., καίπερ ὑπειληφὼς ταῦτα, εἰ καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι ταῦτα οὕτως ἔχουσιν, ὁ αὐτ. 342. 5, πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 3, 10· ὑπ. πλῆθος ὡρισμένον αὐτόθι 11. 8, 8· ὑπ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 1, 2. ― Παθ., τοιοῦτος ὑπολαμβάνομαι Ἰσοκρ. 233D, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 1· μειζόνως ὑπ. Ἰσοκρ. 226Β, πρβλ. Δημ. 623. 5· ἡ ὑπειλημμένη χάρις ὁ αὐτ. 178. 8· μετ’ ἀπαρ., ὑπολαμβάνεται ἔχειν τι Ἰσοκρ. 415Β, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 5, 21· ― τὸ ὑποληφθὲν πᾶν = πᾶσα ὑπόληψις (ΙΙ), Μένανδρ. ἐν «Ἱπποκόμῳ» 1. 7. 2) ἐννοῶ τι, λόγον Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 523, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 295C· ὑπ. τι εἴς τινα Αἰσχίν. 22. 29. ― Παθ., ὑπολαμβάνεται δεδωκέναι, νομίζεται ὅτι..., Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 22, 3. 3) ὑποπτεύω, ἀπιστῶ, Ξεν. Ἀγησίλ. 5. 6. IV. λαμβάνω κρυφίως, τὰ ὅπλα Θουκ. 6. 58· Κέρκυραν ὑπ. βίᾳ, καταλαμβάνω αὐτὴν διὰ τῆς βίας κρυφίως, ὁ αὐτ. 1. 68. 2) προσελκύω εἰς τὸ μέρος μου, δανείσματα γὰρ ποιησάμενοι ὑπολαβεῖν οἷοί τε ἐσμὲν μισθῷ μείζονι τοὺς ξένων αὐτῶν ναυβάτας ὁ αὐτ. 1. 121, πρβλ. 143. V. ἀντεπεξέρχομαι, ἐμποδίζω, ὡς ὁ ἰατρὸς ἀναχαιτίζει τὴν νόσον, Ἱππ. 21. 22. 2) ὑπ. ἵππον, ὡς ὅρος ἱππευτικός, κρατῶ, συγκρατῶ, ἐν μέρει ἀναχαιτίζω αὐτόν, Ξεν. Ἱππ. 7. 15., 9. 5· ― ἀναλαμβάνω σημαίνει ἐντελῶς ἀναχαιτίζω, «σταματῶ», αὐτόθι 3, 5.

English (Strong)

from ὑπό and λαμβάνω; to take from below, i.e. carry upward; figuratively, to take up, i.e. continue a discourse or topic; mentally, to assume (presume): answer, receive, suppose.

English (Thayer)

(ὑπόλειμμα) (ὑπόλιμμα WH (see their Appendix, p. 154; cf. Iota), ὑπολειμματος, τό, a remnant (see κατάλειμμα): L T Tr WH. (The Sept.; Aristotle, Theophrastus, Plutarch, Galen.)

Greek Monolingual

ὑπολαμβάνω ΝΜΑ λαμβάνω
1. διακόπτω κάποιον που μιλάει, παίρνω τον λόγο και απαντώ (α. «και τότε υπέλαβε εκείνος τον λόγο και είπε...» β. «οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ὑπελάμβανον οὐ χρεὼν εἶναι αὐτοῖς ἐπαγγεῖλαι», Θουκ.)
2. εκλαμβάνω, νομίζω, θεωρώ, παίρνω για... (α. «υπέλαβε την θρασύτητα ως τόλμη» β. «μηδ' ὑπολαμβάνετ' εἶναι τὸν ἀγῶνα τόνδ' ὑπὲρ ἄλλου τινός», Δημοσθ.)
μσν.-αρχ.
κάνω μια παρατήρηση ή υπόδειξη σχετικά με κάτι, εκφράζω γνώμη για κάτι
αρχ.
1. δέχομαι επάνω μου, υποβαστάζωνεφέλη ὑπέλαβεν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν», ΚΔ)
2. βαστώ αποκάτω, υποστηρίζω («αἱ δὲ ὄπισθε παρὰ τοὺς μηροὺς τὰς γαστέρας ὑπολαμβάνουσι», Ηρόδ.)
3. πιάνω από το χέρι («ἄγειν οὖν αὐτὸν παρὰ σφᾱς τήν τε αὐλητρίδα ὑπολαβοῦσαν», Πλάτ.)
4. καταλαμβάνω, κυριεύω
5. (για ανεμοστρόβιλο) παρασύρω
6. προκύπτω ως δυσκολία, ως αντιξοότηταδυσχωρία τε καὶ στενοπορία ὑπελάμβανεν αὐτούς», Ξεν.)
7. καταλαμβάνω κρυφά ή με την βία («οὐ γὰρ ἂν Κέρκυράν τε ὑπολαβόντες βίᾳ ἡμῶν εἶχον», Θουκ.)
8. προσελκύω
9. (για γεγονότα) επακολουθώ, επισυμβαίνω
10. (για ασθένεια) προσβάλλω κατόπιν («ὑπολαβὸν ῥῖγος», Ιπποκρ.)
11. απαντώ, αποκρίνομαι
12. κατανοώ («ὑπολαμβάνεις γὰρ δὴ πού τι... ὃ λέγω;», Πλάτ.)
13. απιστώ
14. συναντώ
15. λαμβάνω κάτι ως αφορμή κατηγορίας («καὶ αὐτὰ ὑπολαμβάνοντες οἱ μάλιστα τῷ Ἀλκιβιάδη ἀχθόμενοι... ἐμεγάλυνον καὶ ἐβόων», Θουκ.)
16. παίρνω υπό την προστασία μου
17. αποδέχομαι, παραδέχομαι («καί μοι πρὸς Διὸς καὶ Θεῶν μηδεις ὑπολάβη δυσκόλως», Δημοσθ.)
18. (γενικά) δέχομαι, υποδέχομαι
19. μτφ. α) (σχετικά με εκλογή) ζητώ και λαμβάνω ψήφους για κάποιον
β) βοηθώ, υποστηρίζω («οἱ εὔποροι τοὺς ἐνδεεῖς ὑπολαμβάνουσιν ἔθει τινὶ πατρίῳ», Στράβ.)
20. φρ. α) «ὑπολαμβάνω τι ὑπὸ τι» — παίρνω κάτι και το κρύβω κάτω από κάτι άλλο (Πλούτ.)
β) «ὑπολαμβάνω ἵππον» — αναχαιτίζω λίγο την ορμή του αλόγου (Ξεν.).

Greek Monotonic

ὑπολαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, αόρ. βʹ ὑπ-έλᾰβον· παρακ. -είληφα·
I. 1. σηκώνω, μαζεύω, παίρνω βάζοντας τον εαυτό μου από κάτω, όπως έκανε το δελφίνι με τον Αρίωνα, σε Ηρόδ.: α) δέχεται στον κόρφο του, στην αγκάλη του, σε Καινή Διαθήκη β) αντιμετωπίζω με τόλμη, αντέχω, υποστηρίζω, σε Ηρόδ. γ) παίρνω από το χέρι, σε Πλάτ.
2. καταλαμβάνω, κυριεύω ή επιπίπτω, επέρχομαι ξαφνικά, λέγεται για φόβο, τρόμο, σε Όμηρ.· λέγεται για κρίση, έκρηξη, ξέσπασμα μανίας, λέγεται για λοιμό, πανούκλα, σε Ηρόδ.· δυσχωρία ὑπελάμβανεν αὐτούς, δηλ. βρέθηκαν ξαφνικά σε δύσβατο τόπο, σε Ξεν.· έπειτα, χρησιμ. για γεγονότα, επακολουθώ, επέρχομαι, σε Ηρόδ. 3. α) παίρνω τον λόγο και απαντώ, αποκρίνομαι, ανταπαντώ, αντικρούω, αντιστρέφω επιχείρημα, ανταποδίδω ή επιστρέφω την προσβολή, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., σε διάλογο, ἔφη ὑπολαβών, ὑπολαβὼν ἔφη, ὑπολαβὼν εἶπεν, είπε ως απάντηση, απαντώντας, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. β) παίρνω τον λόγο, διακόπτω, σε Ξεν.
4. αντιστρατεύομαι στον κατακτητή, μάχομαι εναντίον του, Λατ. excipere, σε Θουκ.
5. δέχομαι μία κατηγορία, στο ίδ.
II. 1. = ὑποδέχομαι, παίρνω υπό την προστασία μου, σε Ξεν.
2. δέχομαι ή παραδέχομαι μία πρόταση, σε Ηρόδ., Δημ.
III. 1. παραδέχομαι μια θεωρία ως αληθινή, νομίζω, υποθέτω, με απαρ., σε Ηρόδ., Πλάτ.· παραλειπομένου του απαρ., κατανοώ, αντιλαμβάνομαι κάτι κατά κάποιον τρόπο, σε Πλάτ.· καίπερ ὑπειληφὼς ταῦτα, αν και θεωρώ ότι αυτά έτσι έχουν, σε Δημ. — Παθ., τοιοῦτος ὑπολαμβάνομαι, σε Ισοκρ.
2. κατανοώ, καταλαβαίνω κάτι, σε Ευρ., Πλάτ.
3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι, αμφιβάλλω για, σε Ξεν. IV.1. παίρνω κρυφά, μυστικά, σε Θουκ.
2. σύρω έξω από το καθήκον, παρασύρω, στον ίδ.
V. ὑπολαμβάνω ἵππον, ως όρος της ιππευτικής τέχνης, ανακόπτω πορεία, συγκρατώ ή αναχαιτίζω άλογο, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. -λήψομαι aor2 ὑπ-έλᾰβον perf. -είληφα
I. to take up by getting under, as the dolphin did Arion, Hdt.: to receive into its bosom, NTest.
b. to bear up, support, Hdt.
c. to take by the hand, Plat.
2. to seize or come suddenly upon, of fear, Hom.; of a fit of madness, a pestilence, Hdt.; δυσχωρία ὑπελάμβανεν αὐτούς, i. e. they came suddenly into difficult ground, Xen.; then, of events, to follow next, come next, Hdt.
3. to take up the discourse and answer, to reply, rejoin, retort, Thuc., Plat., etc.:— absol., in dialogue, ἔφη ὑπολαβών, ὑπ. ἔφη, ὑπ. εἶπεν he said in answer, Hdt., Thuc., etc.
b. to take up, interrupt, Xen.
4. to take up the conqueror, fight with him, Lat. excipere, Thuc.
5. to take up a charge, Thuc.
II. = ὑποδέχομαι, to receive and protect, Xen.
2. to accept or entertain a proposal, Hdt., Dem.
III. to take up a notion, assume, suppose, c. inf., Hdt., Plat.:—the inf. omitted, to conceive of a thing as being so and so, Plat.; καίπερ ὑπειληφὼς ταῦτα though I assume this to be so, Dem.: —Pass., τοιοῦτος ὑπολαμβάνομαι Isocr.
2. to apprehend a thing, Eur., Plat.
3. to suspect, disbelieve, Xen.
IV. to take secretly, Thuc.
2. to draw off from duty, seduce, Thuc.
V. ὑπ. ἵππον, as a term of horsemanship, to hold up or to check the horse, Xen.

Chinese

原文音譯:Øpolamb£nw 虛坡-藍巴挪
詞類次數:動詞(4)
原文字根:在下-取得 相當於: (לְעַנּׄות‎ / עוּן‎ / עָנָה‎)
字義溯源:從下面接上去,接受,接去,接著,想,回答,想像,幫助,接納,鼓起勇氣;由(ὑπό)*=被)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成。參讀 (αἱρέομαι) (ἀναλογίζομαι)同義字
出現次數:總共(4);路(2);徒(2)
譯字彙編
1) 所想的(1) 徒2:15;
2) 接去了(1) 徒1:9;
3) 接著(1) 路10:30;
4) 我想(1) 路7:43

Translations

suspect

Ancient Greek: ἐξυπονοέω, ἐξυπονοῶ, καθυπονοέω, καθυπονοῶ, καθυποπτεύω, κατεικάζω, οἴομαι, ὀΐομαι, συνυποπτεύω, ὑπολαμβάνω, ὑπονοέω, ὑπονοῶ, ὑποπτεύω, ὑποτοπέω, ὑποτοπῶ, ὑφοράομαι, ὑφοράω, ὑφορῶ, ὑφορῶμαι; Belarusian: падазраваць, западозрыць; Bulgarian: подозирам, подозра; Catalan: sospitar; Chinese Mandarin: 懷疑/怀疑, 嫌疑; Danish: mistro; Dutch: wantrouwen, twijfelen aan, betwijfelen; Esperanto: suspekti; Finnish: epäillä; French: soupçonner; Galician: sospeitar; German: misstrauen; Greek: υποπτεύομαι; Hungarian: kételkedik, kétell, kételyei vannak … felől, kétségei vannak … felől; Irish: amhras a bheith agat ar; Javanese: cubriya, nyubriyani; Kabuverdianu: diskunfia, deskonfiá; Latin: suspicio; Macedonian: се сомнева; Portuguese: suspeitar; Russian: подозревать, заподозрить; Spanish: sospechar; Swedish: misstänka, vara tveksam till; Ukrainian: підозрювати, запідозрити; Yiddish: ⁧חושד זײַן⁩

disbelieve

Arabic: كَذَّبَ; Bulgarian: не вярвам, скептичен съм; Catalan: descreure; French: ne pas croire, mécroire; German: ungläubig sein; Gothic: 𐌿𐌽𐌲𐌰𐌻𐌰𐌿𐌱𐌾𐌰𐌽; Greek: δεν πιστεύω, δυσπιστώ; Ancient Greek: ἀπιστέω, διαπιστέω, δυσπειστέω, ὑπολαμβάνω; Japanese: 疑う; Macedonian: не верува; Maori: whakahori, whakaparau, whakateka, whakamanu; Ngazidja Comorian: ukufuru; Portuguese: descrer; Russian: не верить; Spanish: descreer