συνταξιδιώτισσα: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(Created page with "{{grml |mltxt=συνταξιδιώτης, ο, θηλ. συνταξιδιώτις, -ιδος, και συνταξιδιώτισσα, Ν<br />σύντροφος...") |
(No difference)
|
Revision as of 15:39, 9 July 2021
Greek Monolingual
συνταξιδιώτης, ο, θηλ. συνταξιδιώτις, -ιδος, και συνταξιδιώτισσα, Ν
σύντροφος σε ταξίδι με το ίδιο μέσο μεταφοράς.