μεταφορά

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταφορά Medium diacritics: μεταφορά Low diacritics: μεταφορά Capitals: ΜΕΤΑΦΟΡΑ
Transliteration A: metaphorá Transliteration B: metaphora Transliteration C: metafora Beta Code: metafora/

English (LSJ)

ἡ,
A transference, Nicom.Com.1.35; of ownership, BGU 1127.37 (i B. C.).
2 transport, haulage, Hero Bel.102.11 (pl.); οἴνου POxy.729.24 (ii A. D.).
3 change, phase of the moon, Plu. 2.923c.
II Rhet., transference of a word to a new sense, metaphor, Isoc.9.9 (pl.), Arist.Po.1457b6, Rh.1410b36, Epicur.Nat.28.5, Plu.Cic.40, Demetr.Eloc.78 (pl.), etc.

German (Pape)

[Seite 156] ἡ, das Weg- u. Anderswohintragen, das Hinübertragen, bes. das Übertragen eines Wortes auf einen andern Begriff, der Gebrauch eines Wortes in uneigentlicher Bedeutung; δηλῶσαι μὴ μόνον τοῖς τεταγμένοις ὀνόμασιν ἀλλὰ τὰ μὲν ξένοις, τὰ δὲ καινοῖς, τὰ δὲ μεταφοραῖς, Isocr. 9, 9; Arist. poet. 21 u. oft bei den Rhett.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
transport, d'où
1 changement (de la lune);
2 fig. transport du sens propre au sens figuré, métaphore.
Étymologie: μεταφέρω.

Russian (Dvoretsky)

μεταφορά:
1 перемещение, вращение (τῆς σελήνης Plut.);
2 употребление слова в переносном значении, метафора (μ. ἐστιν ὀνόματος ἀλλοτρίου ἐπιφορά Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταφορά: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ μεταφέρειν, μετακομίζειν, Νικόμαχ. ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 35. 2) ἐν τῇ Ρητορικῇ, μεταφορὰ λέξεώς τινος εἰς νέαν σημασίαν, μεταφορικὸς τρόπος τοῦ λέγειν, τροπικὴ ἔκφρασις, μεταφορά, Λατ. translatio, Ἰσοκρ. 190D, πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 21, 7, Ρητ. 3. 10, 7, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μεταφορά, Μ και μεταφορά) μεταφέρω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταφέρω, μετακόμιση, μετατόπιση, μετακομιδή, κουβάλημα («η μεταφορά τών επίπλων μού στοίχισε μια περιουσία»)
2. η χρήση ενός όρου πλησιέστερου στην εμπειρία προκειμένου να εκφραστεί με αναλογική αντικατάσταση μια αφηρημένη έννοια χωρίς παρεμβολή κάποιου στοιχείου από το τυπικό της γλώσσας το οποίο να εισαγάγει μια παρομοίωση (α. «ο χειμώνας της ζωής» — τα γηρατειά
β. «σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. μεταγλώττιση, μετάφραση
2. μτφ. νοερή μετάβαση από έναν τόπο σε άλλο ή από μια εποχή σε άλλη
3. (στη λογιστ.) α) η καταχώριση από τα ημερολόγια στα καθολικά και η αναγραφή ορισμένων ποσών ή συνόλων από σελίδα σε σελίδα, από λογαριασμό σε λογαριασμό και από βιβλίο σε βιβλίο
β) φρ. «εις μεταφοράν» — φράση που σημειώνεται μετά από το άθροισμα τών κονδυλίων μιας σελίδας λογιστικού βιβλίου και σημαίνει ότι το άθροισμα αυτό μεταγράφεται στην αρχή της επόμενης σελίδας συνοδευόμενο από τη φράση «εκ μεταφοράς»
4. (γραφ. τέχν.) η μετατύπωση κειμένου, σχεδίου ή εικόνας, που πρόκειται να εκτυπωθεί, από ένα ενδιάμεσο φέρον μέσο —λ.χ. χημικό χαρτί ή φωτογραφικό φίλμ— στο τελικό μέσο εκτύπωσης, όπως είναι, λ.χ., η λιθογραφική πλάκα ή το μεταλλικό έλασμα
5. μουσ. μετάθεση ενός μουσικού έργου σε άλλο τονικό ύψος, κν. τρανσπόρτο
6. φυσ. η κίνηση ενός στερεού σώματος κατά τη διάρκεια της οποίας όλα τα σημεία του διατηρούν ορισμένη σταθερή διεύθυνση σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή
7. (φυσ.-μετεωρ.) διαδικασία μετάδοσης της θερμότητας μέσω της κίνησης ενός θερμότερου ρευστού
8. στον πληθ. οι μεταφορές
συγκοιν. το σύνολο τών διαφόρων τρόπων μετακίνησης προσώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (α. «αστικές μεταφορές» β. «αεροπορικές μεταφορές» γ. «θαλάσσιες μεταφορές»)
9. φρ. α) «αριθμοί μεταφοράς»
χημ. εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στην ηλεκτροχημεία και οι οποίες παρέχουν το κλάσμα του ολικού ρεύματος το οποίο μεταφέρεται από ένα ιόν μέσα σε ένα διάλυμα
β) «γραμμή μεταφοράς»
(ηλεκτρ.) ηλεκτρική γραμμή η οποία μεταφέρει ηλεκτρική ενέργεια από τον σταθμό παραγωγής στους σταθμούς κατανομής ή από τους σταθμούς κατανομής στους υποσταθμούς
γ) «χαρτί μεταφοράς»
(φωτογρ.) ειδικό χαρτί που επιτρέπει την αποτύπωση μιας εικόνας σε άλλη επιφάνεια με τον ίδιο τρόπο που γίνεται στις χαλκομανίες
δ) (οικον.) «μεταφορά κεφαλαίων» — διακίνηση ιδιωτικών κεφαλαίων από χώρα σε χώρα ή από τράπεζα σε τράπεζα
ε) «μέσα μεταφοράς
βλ. μέσο
στ) «σύμβαση μεταφοράς»
(νομ.) άτυπη, αμφοτεροβαρής εμπορική πράξη η οποία γίνεται από δύο πλευρές με χαρακτήρα μίσθωσης έργου και με την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους, δηλαδή ο μεταφορέας, αναλαμβάνει να μεταφέρει πρόσωπα ή πράγματα σε ορισμένο τόπο και σε καθορισμένο χρόνο και ο άλλος συμβαλλόμενος, δηλαδή ο επιβάτης, είναι υποχρεωμένος να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή
αρχ.
αλλαγή της φάσης της Σελήνης.

Translations

transference

Finnish: siirtäminen; French: transférence; Galician: translación; Greek: μεταφορά, μεταβίβαση; Hungarian: átvitel, átszállítás, áthelyezés, átruházás; Italian: transferenza; Portuguese: baldeação; Russian: переправление; Spanish: transferencia

transport

Bulgarian: пренасяне, превозване, транспорт; Catalan: transport; Czech: doprava; Danish: transport; Dutch: vervoer, transport; Finnish: kuljettaminen, kuljetus, siirtäminen, siirto; French: transport; Galician: transporte; Ido: transporto; Italian: trasporto, porto; Japanese: 運送, 輸送; Latvian: transports, pārvešana; Malay: pengangkutan, transpor; Norwegian Bokmål: transport; Nynorsk: transport; Persian: ترابری‎; Polish: transport, przewóz; Portuguese: transporte; Romanian: transportare; Russian: перевозка, транспортировка; Scottish Gaelic: còmhdhail, giùlan; Spanish: transporte; Swedish: befordran, frakt, förflyttning, transport; Tamil: போக்குவரத்து; Telugu: రవాణా