στρεβλώτρια: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
(Created page with "{{grml |mltxt=στρεβλωτής, ο, ΝΑ, και θηλ. στρεβλώτρια Ν στρεβλῶ, στρεβλώνω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1....") |
(No difference)
|
Revision as of 06:48, 16 July 2021
Greek Monolingual
στρεβλωτής, ο, ΝΑ, και θηλ. στρεβλώτρια Ν στρεβλῶ, στρεβλώνω
νεοελλ.
1. αυτός που στρεβλώνει κάτι
2. μτφ. αυτός που διαστρέφει κάτι, που διαστρεβλώνει κάτι («στρεβλωτής της αλήθειας»)
αρχ.
η στρέβλη, το στρεβλωτήριο.