ευμετάβολος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(15) |
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐμετάβολος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[ευμετάβλητος]] («τὰ βέβαια | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐμετάβολος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[ευμετάβλητος]] («τὰ βέβαια ταῦτα ἤθη καὶ οὐκ εὐμετάβολα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευμετάβολο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ευμεταβλησία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>μετα</i>-[[βολή]] (<span style="color: red;"><</span> [[μεταβάλλω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:53, 25 July 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐμετάβολος, -ον)
1. ο ευμετάβλητος («τὰ βέβαια ταῦτα ἤθη καὶ οὐκ εὐμετάβολα», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ευμετάβολο(ν)
η ευμεταβλησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-βολή (< μεταβάλλω)].