ιθυμάχος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰθυμάχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται δίκαια και τίμια<br /><b>2.</b> αυτός που μάχεται σε ανοιχτό [[πεδίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονο</i>-<i>μάχος</i>, <i>πυγ</i>-<i>μάχος</i>].
|mltxt=[[ἰθυμάχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται δίκαια και τίμια<br /><b>2.</b> αυτός που μάχεται σε ανοιχτό [[πεδίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>μονο</i>-<i>μάχος</i>, <i>πυγ</i>-<i>μάχος</i>].
}}
}}

Revision as of 08:23, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰθυμάχος, -ον (Α)
1. αυτός που μάχεται δίκαια και τίμια
2. αυτός που μάχεται σε ανοιχτό πεδίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο-μάχος, πυγ-μάχος].