δηλέομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δηλέομαι]] και [[δαλέομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[βλάπτω]], [[φέρνω]] [[βλάβη]] σε κάποιον (τυχαία ή σκόπιμα) (α. «[[μήπως]], ἵππους δηλήσεαι», Ιλ.<br />β. «ἠέ σε... ἄνδρες ἐδηλήσαντο» — σέ έβλαψαν, σέ φόνευσαν, Οδ.)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[προκαλώ]] βλάβες, [[φθείρω]] («οὐδὲ ποτ' ἐν φθίη... καρπὸν ἐδηλήσαντ'«, Ιλ.)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[επιβλαβής]], [[βλαβερός]] («[[ἔνθα]] κε σὴ βουλὴ δηλήσεται», Ιλ.)<br /><b>4.</b> [[κλέβω]], [[αρπάζω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὅρκια δηλήσασθαι» — [[παραβιάζω]] [[συνθήκη]] ή [[συμφωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αν υποτεθεί ως αρχική η [[σημασία]] «[[ξεσχίζω]], [[κομματιάζω]]», η λ. ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>del</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[δαιδάλλω]], [[δέλτος]]) και συνδέεται με λατ. <i>dol</i><i>ō</i>, <i>dol</i><i>ā</i><i>re</i>. Αυτή όμως η [[ετυμολογία]] προϋποθέτει αρχικό <i>ē</i> (εκτεταμένη [[βαθμίδα]] του <i>ě</i>) και οι τύποι με θ. <i>δᾱλ</i>- στον Θεόκριτο αποτελούν [[επομένως]] υπερδωρισμούς.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δηλητήριο]] (<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δηλήεις]], [[δήλημα]], [[δηλήμων]], [[δήλησις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δηλητήρ]].<br /><b>(II)</b><br />[[δηλέομαι]] (Α)<br />(μόνο στον παθ. μέλλ.) <i>δηληθήσονται</i><br />θεωρηθήσονται.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δηλέομαι]] και [[δαλέομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[βλάπτω]], [[φέρνω]] [[βλάβη]] σε κάποιον (τυχαία ή σκόπιμα) (α. «[[μήπως]], ἵππους δηλήσεαι», Ιλ.<br />β. «ἠέ σε... ἄνδρες ἐδηλήσαντο» — σέ έβλαψαν, σέ φόνευσαν, Οδ.)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[προκαλώ]] βλάβες, [[φθείρω]] («οὐδὲ ποτ' ἐν φθίη... καρπὸν ἐδηλήσαντ'«, Ιλ.)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[επιβλαβής]], [[βλαβερός]] («[[ἔνθα]] κε σὴ βουλὴ δηλήσεται», Ιλ.)<br /><b>4.</b> [[κλέβω]], [[αρπάζω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὅρκια δηλήσασθαι» — [[παραβιάζω]] [[συνθήκη]] ή [[συμφωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αν υποτεθεί ως αρχική η [[σημασία]] «[[ξεσχίζω]], [[κομματιάζω]]», η λ. ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>del</i>- ([[πρβλ]]. [[δαιδάλλω]], [[δέλτος]]) και συνδέεται με λατ. <i>dol</i><i>ō</i>, <i>dol</i><i>ā</i><i>re</i>. Αυτή όμως η [[ετυμολογία]] προϋποθέτει αρχικό <i>ē</i> (εκτεταμένη [[βαθμίδα]] του <i>ě</i>) και οι τύποι με θ. <i>δᾱλ</i>- στον Θεόκριτο αποτελούν [[επομένως]] υπερδωρισμούς.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δηλητήριο]] (<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δηλήεις]], [[δήλημα]], [[δηλήμων]], [[δήλησις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δηλητήρ]].<br /><b>(II)</b><br />[[δηλέομαι]] (Α)<br />(μόνο στον παθ. μέλλ.) <i>δηληθήσονται</i><br />θεωρηθήσονται.
}}
}}
{{lsm
{{lsm