βρυχιέμαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM βρυχῶμαι, -άομαι)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για λιοντάρια και άλλα άγρια ζώα) [[μουγκρίζω]], [[κραυγάζω]] άγρια<br /><b>2.</b> [[ουρλιάζω]] από πόνο ή [[οργή]]<br /><b>3.</b> [[θρηνώ]], [[κλαίω]] [[γοερά]]<br /><b>4.</b> (για τη [[θάλασσα]] ή τον άνεμο) [[παταγώ]], [[κάνω]] δυνατό θόρυβο<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[βουίζω]] υποχθόνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαιότερος [[είναι]] ο [[επιτατικός]] [[παρακείμενος]] <i>βέβρυχα</i>, [[μοναδικός]] τ. που απαντά στον Όμηρο προκειμένου να δηλώσει το βογκητό του πληγωμένου πολεμιστή και τον θόρυβο της θάλασσας, από όπου προήλθε ο ενεστώτας <i>βρυχά</i>-<i>ομαι</i>, -<i>ώμαι</i>, ο [[αόριστος]] κ.λπ. αναλογικά [[προς]] τα υπόλοιπα ρήματα σε -<i>άω</i>, που εκφράζουν θόρυβο, [[φωνή]], [[κραυγή]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[βοάω]]-<i>ω</i>, [[γοάω]]-<i>ώ</i>, <i>μυκά</i>-<i>ομαι</i>, -<i>ώμαι</i> <b>κ.ά.</b>). Πρόκειται δηλ. για εκφραστικό ονοματοποιημένο τ. που πιθ. συνδέεται με τα [[βρύκω]], [[βρύχω]]. Δεν αποκλείεται εξάλλου να έχει επιδράσει και στο επίθ. [[βρύχιος]], [[επίδραση]] που οφείλεται σε [[παρετυμολογία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βρυχηθμός]], [[βρύχημα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βρυχητικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναβρυχώμαι]], [[εκβρυχώμαι]], [[επιβρυχώμαι]], [[υπερβρυχώμαι]], [[υποβρυχώμαι]]].
|mltxt=(AM βρυχῶμαι, -άομαι)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για λιοντάρια και άλλα άγρια ζώα) [[μουγκρίζω]], [[κραυγάζω]] άγρια<br /><b>2.</b> [[ουρλιάζω]] από πόνο ή [[οργή]]<br /><b>3.</b> [[θρηνώ]], [[κλαίω]] [[γοερά]]<br /><b>4.</b> (για τη [[θάλασσα]] ή τον άνεμο) [[παταγώ]], [[κάνω]] δυνατό θόρυβο<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[βουίζω]] υποχθόνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαιότερος [[είναι]] ο [[επιτατικός]] [[παρακείμενος]] <i>βέβρυχα</i>, [[μοναδικός]] τ. που απαντά στον Όμηρο προκειμένου να δηλώσει το βογκητό του πληγωμένου πολεμιστή και τον θόρυβο της θάλασσας, από όπου προήλθε ο ενεστώτας <i>βρυχά</i>-<i>ομαι</i>, -<i>ώμαι</i>, ο [[αόριστος]] κ.λπ. αναλογικά [[προς]] τα υπόλοιπα ρήματα σε -<i>άω</i>, που εκφράζουν θόρυβο, [[φωνή]], [[κραυγή]] ([[πρβλ]]. [[βοάω]]-<i>ω</i>, [[γοάω]]-<i>ώ</i>, <i>μυκά</i>-<i>ομαι</i>, -<i>ώμαι</i> <b>κ.ά.</b>). Πρόκειται δηλ. για εκφραστικό ονοματοποιημένο τ. που πιθ. συνδέεται με τα [[βρύκω]], [[βρύχω]]. Δεν αποκλείεται εξάλλου να έχει επιδράσει και στο επίθ. [[βρύχιος]], [[επίδραση]] που οφείλεται σε [[παρετυμολογία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βρυχηθμός]], [[βρύχημα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βρυχητικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναβρυχώμαι]], [[εκβρυχώμαι]], [[επιβρυχώμαι]], [[υπερβρυχώμαι]], [[υποβρυχώμαι]]].
}}
}}