δίοπτρα: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
(9)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τα (Α [[δίοπτρον]], το)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[διόπτρα]]<br /><b>2.</b> οι διόπτρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>τὸ [[δίοπτρον]]<br />το [[κάτοπτρο]], ο [[καθρέφτης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οἶνος]] γὰρ ἀνθρώποις [[δίοπτρον]]» — το [[κρασί]] [[είναι]] [[καθρέφτης]] για τους ανθρώπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> (<i>α</i>)· <span style="color: red;">+</span> -<i>οπτρον</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>οπ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όπωπα</i>)].
|mltxt=τα (Α [[δίοπτρον]], το)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[διόπτρα]]<br /><b>2.</b> οι διόπτρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τὸ [[δίοπτρον]]<br />το [[κάτοπτρο]], ο [[καθρέφτης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οἶνος]] γὰρ ἀνθρώποις [[δίοπτρον]]» — το [[κρασί]] [[είναι]] [[καθρέφτης]] για τους ανθρώπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> (<i>α</i>)· <span style="color: red;">+</span> -<i>οπτρον</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>οπ</i>- ([[πρβλ]]. <i>όπωπα</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:53, 23 August 2021

Greek Monolingual

τα (Α δίοπτρον, το)
νεοελλ.
1. η διόπτρα
2. οι διόπτρες
αρχ.
1. τὸ δίοπτρον
το κάτοπτρο, ο καθρέφτης
2. φρ. «οἶνος γὰρ ἀνθρώποις δίοπτρον» — το κρασί είναι καθρέφτης για τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α+ -οπτρον < (θ.) οπ- (πρβλ. όπωπα)].