ετερόχρους: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν (ΑΜ ἑτερόχρους, -ουν)<br />αυτός που διαφέρει [[κατά]] τον χρωματισμό, αυτός που έχει διαφορετικό [[χρώμα]], ο [[ετερόχρωμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από διάφορα χρώματα, ο [[παρδαλός]], ο [[ποικιλόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μελανό</i>-<i>χρους</i>].
|mltxt=-ουν (ΑΜ ἑτερόχρους, -ουν)<br />αυτός που διαφέρει [[κατά]] τον χρωματισμό, αυτός που έχει διαφορετικό [[χρώμα]], ο [[ετερόχρωμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από διάφορα χρώματα, ο [[παρδαλός]], ο [[ποικιλόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i>), [[πρβλ]]. <i>μελανό</i>-<i>χρους</i>].
}}
}}

Revision as of 08:54, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ουν (ΑΜ ἑτερόχρους, -ουν)
αυτός που διαφέρει κατά τον χρωματισμό, αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ο ετερόχρωμος
αρχ.
αυτός που αποτελείται από διάφορα χρώματα, ο παρδαλός, ο ποικιλόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -χρους (< χρως), πρβλ. μελανό-χρους].