3,277,121
edits
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>(βιοχ.)</b> συνώνυμο του προενζύμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου ( | |mltxt=το<br /><b>(βιοχ.)</b> συνώνυμο του προενζύμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>zymogen</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ρήγα Ι. Νικολαΐδη]. | ||
}} | }} |