ημεροφαής: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμεροφαής]], -ές (AM)<br />αυτός που λάμπει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡμεροφαῶς</i> (Μ)<br />στο φως της ημέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]], <i>το</i>, «φως»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αστρο</i>-<i>φαής</i>, <i>λαμπρο</i>-<i>φαής</i>].
|mltxt=[[ἡμεροφαής]], -ές (AM)<br />αυτός που λάμπει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡμεροφαῶς</i> (Μ)<br />στο φως της ημέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]], <i>το</i>, «φως»), [[πρβλ]]. <i>αστρο</i>-<i>φαής</i>, <i>λαμπρο</i>-<i>φαής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:26, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμεροφαής, -ές (AM)
αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια της ημέρας.
επίρρ...
ἡμεροφαῶς (Μ)
στο φως της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -φαής (< φάος, το, «φως»), πρβλ. αστρο-φαής, λαμπρο-φαής].