ηλιόμετρο: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>αστρον.</b> όργανο για [[καταμέτρηση]] της φαινομένης διαμέτρου του ήλιου ή και άλλων ουράνιων σωμάτων και για την [[εύρεση]] της φαινομένης απόστασης δύο αστέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=το<br /><b>αστρον.</b> όργανο για [[καταμέτρηση]] της φαινομένης διαμέτρου του ήλιου ή και άλλων ουράνιων σωμάτων και για την [[εύρεση]] της φαινομένης απόστασης δύο αστέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>heliometre</i> <span style="color: red;"><</span> <i>helio</i>- ([[πρβλ]]. <i>ηλιο</i>-) <span style="color: red;">+</span> <i>metre</i> ([[πρβλ]]. [[μέτρο]]). Η λ. στον λόγιο τ. <i>ηλιόμε</i>-<i>τρον</i> μαρτυρείται από το 1809 στο <i>Λεξικόν της γαλλικής γλώσσης</i> του Γρηγ. Γ. Ζαλίκογλου]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
το
αστρον. όργανο για καταμέτρηση της φαινομένης διαμέτρου του ήλιου ή και άλλων ουράνιων σωμάτων και για την εύρεση της φαινομένης απόστασης δύο αστέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. heliometre < helio- (πρβλ. ηλιο-) + metre (πρβλ. μέτρο). Η λ. στον λόγιο τ. ηλιόμε-τρον μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν της γαλλικής γλώσσης του Γρηγ. Γ. Ζαλίκογλου].