ημιφαής: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιφαής]], -ές (Α)<br />αυτός που φαίνεται [[κατά]] το ήμισυ, μισάνοιχτος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]], <i>το</i>, «φως»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτο</i>-<i>φαής</i>, <i>πασι</i>-<i>φαής</i>].
|mltxt=[[ἡμιφαής]], -ές (Α)<br />αυτός που φαίνεται [[κατά]] το ήμισυ, μισάνοιχτος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]], <i>το</i>, «φως»), [[πρβλ]]. <i>αυτο</i>-<i>φαής</i>, <i>πασι</i>-<i>φαής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:33, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμιφαής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ, μισάνοιχτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φαης (< φάος, το, «φως»), πρβλ. αυτο-φαής, πασι-φαής].