θεμερώπις: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεμερῶπις]], -ιδος, ἡ (Α)<br />αυτή που έχει σεμνή όψη, σεμνό [[βλέμμα]] («[[θεμερῶπις]] [[αἰδώς]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπις</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i>, <i>ωπός</i> «[[πρόσωπο]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βο</i>-<i>ώπις</i>, <i>γλαυκ</i>-<i>ώπις</i>].
|mltxt=[[θεμερῶπις]], -ιδος, ἡ (Α)<br />αυτή που έχει σεμνή όψη, σεμνό [[βλέμμα]] («[[θεμερῶπις]] [[αἰδώς]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπις</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i>, <i>ωπός</i> «[[πρόσωπο]]»), [[πρβλ]]. <i>βο</i>-<i>ώπις</i>, <i>γλαυκ</i>-<i>ώπις</i>].
}}
}}

Revision as of 09:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

θεμερῶπις, -ιδος, ἡ (Α)
αυτή που έχει σεμνή όψη, σεμνό βλέμμαθεμερῶπις αἰδώς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμερος + -ωπις (< ωψ, ωπός «πρόσωπο»), πρβλ. βο-ώπις, γλαυκ-ώπις].