ιμεροδερκής: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱμεροδερκής]], -ές (Α)<br />αυτός που κοιτάζει με [[βλέμμα]] γεμάτο πόθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵμερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οξυ</i>-<i>δερκής</i>].
|mltxt=[[ἱμεροδερκής]], -ές (Α)<br />αυτός που κοιτάζει με [[βλέμμα]] γεμάτο πόθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵμερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]]»), [[πρβλ]]. <i>οξυ</i>-<i>δερκής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱμεροδερκής, -ές (Α)
αυτός που κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω»), πρβλ. οξυ-δερκής].