ιμερόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱμερόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[φωνή]] γεμάτη πόθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵμερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οξύ</i>-<i>φωνος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φωνος</i>].
|mltxt=[[ἱμερόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[φωνή]] γεμάτη πόθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵμερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. <i>οξύ</i>-<i>φωνος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φωνος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱμερόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει φωνή γεμάτη πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. οξύ-φωνος, πολύ-φωνος].