ιππόνικος: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππόνικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που νικά σε ιππικούς αγώνες ή σε αρματοδρομίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>νικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νίκη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αξιό</i>-<i>νικος</i>, <i>χορό</i>-<i>νικος</i>].
|mltxt=[[ἱππόνικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που νικά σε ιππικούς αγώνες ή σε αρματοδρομίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>νικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νίκη]]), [[πρβλ]]. <i>αξιό</i>-<i>νικος</i>, <i>χορό</i>-<i>νικος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱππόνικος, -ον (Α)
1. αυτός που νικά σε ιππικούς αγώνες ή σε αρματοδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -νικος (< νίκη), πρβλ. αξιό-νικος, χορό-νικος].