Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλλίσφυρος: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=καλίσφυρος, -ον, θηλ. και καλλισφύρα (Α)<br />αυτός που έχει ωραίους αστραγάλους («[[καλλίσφυρος]] Ἰνώ», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σφυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφυρόν]] «[[αστράγαλος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> [[λευκό]]-<i>σφυρος</i>, <i>ροδό</i>-<i>σφυρος</i>].
|mltxt=καλίσφυρος, -ον, θηλ. και καλλισφύρα (Α)<br />αυτός που έχει ωραίους αστραγάλους («[[καλλίσφυρος]] Ἰνώ», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σφυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφυρόν]] «[[αστράγαλος]]»), [[πρβλ]]. [[λευκό]]-<i>σφυρος</i>, <i>ροδό</i>-<i>σφυρος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίσφῠρος Medium diacritics: καλλίσφυρος Low diacritics: καλλίσφυρος Capitals: ΚΑΛΛΙΣΦΥΡΟΣ
Transliteration A: kallísphyros Transliteration B: kallisphyros Transliteration C: kallisfyros Beta Code: kalli/sfuros

English (LSJ)

ὁ, ἡ (fem. -σφύρα Sch.B.Scol.Oxy.5i24), A beautifulankled, of women, καλλισφύρου εἵνεκα νύμφης Il.9.560, cf. 14.319, Od. 5.333; Νίκη Hes.Th.384; Ἥβη Poet. ap. Luc.DMort.16.1.

German (Pape)

[Seite 1311] mit schönen Knöcheln am Fuße, schönfüßig, Beiwort schöner Frauen; Il. 14, 319 Od. 5, 333; νίκη Hes. Th. 384. 507; Ἥβη Luc. D. mort. 16, 1.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίσφῠρος: ὁ, ἡ, ἐπὶ γυναικῶν, ἡ ἔχουσα καλὰ σφυρά, καλλισφύρου ἕνεκα νύμφης Ἰλ. Ι. 560 (556), πρβλ. Ξ. 319, Ὀδ. Ε. 333· Νίκη Ἡσ. Θ. 384, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καλλίσφυρος· καλή, ἀπὸ μέρους. εὔρυθμος».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles chevilles, aux beaux pieds.
Étymologie: καλός, σφυρόν.

English (Autenrieth)

(σφυρά): fair-ankled.

Greek Monolingual

καλίσφυρος, -ον, θηλ. και καλλισφύρα (Α)
αυτός που έχει ωραίους αστραγάλους («καλλίσφυρος Ἰνώ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»), πρβλ. λευκό-σφυρος, ροδό-σφυρος].

Greek Monotonic

καλλίσφῠρος: ὁ, ἡ (σφυρόν), αυτή που έχει ωραίους αστραγάλους, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίσφῠρος: с красивыми лодыжками, т. е. с изящными ногами (νύμφη Hom.; νίκη Hes.; Ἣβη Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίσφυρος -ον [καλός, σφυρόν] met fraaie enkels:. καλλισφύρου εἵνεκα νύμφης vanwege een meisje met prachtige enkels Il. 9.560.

Middle Liddell

καλλίσφῠρος, ὁ, ἡ, σφυρόν
beautiful-ankled, Hom.