καρδοσάντο: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(19) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br />[[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού που [[κατά]] παλαιότερη [[ταξινόμηση]] ήταν γνωστό ως [[κνίκος]] η ιεράκανθα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>cardosanto</i> «ιεράκανθα» ( | |mltxt=το<br />[[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού που [[κατά]] παλαιότερη [[ταξινόμηση]] ήταν γνωστό ως [[κνίκος]] η ιεράκανθα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>cardosanto</i> «ιεράκανθα» ([[πρβλ]]. και [[καμποσάντο]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:14, 23 August 2021
Greek Monolingual
το
κοινή ονομασία του φυτού που κατά παλαιότερη ταξινόμηση ήταν γνωστό ως κνίκος η ιεράκανθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cardosanto «ιεράκανθα» (πρβλ. και καμποσάντο)].