κβαντομηχανική: Difference between revisions

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>φυσ.</b> [[κλάδος]] της μαθηματικής φυσικής που ασχολείται με την [[κίνηση]] τών ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων και τών άλλων υποατομικών σωματιδίων από τα οποία απαρτίζονται τα άτομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως [[προς]] το β' συνθετικό<br /><b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>quantum mechanics</i> <span style="color: red;"><</span> <i>quantum</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>quantum</i>) <span style="color: red;">+</span> <i>mechanics</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>mechanique</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>mechanicus</i> <span style="color: red;"><</span> [[μηχανικός]] <span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]].
|mltxt=η<br /><b>φυσ.</b> [[κλάδος]] της μαθηματικής φυσικής που ασχολείται με την [[κίνηση]] τών ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων και τών άλλων υποατομικών σωματιδίων από τα οποία απαρτίζονται τα άτομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως [[προς]] το β' συνθετικό<br />[[πρβλ]]. αγγλ. <i>quantum mechanics</i> <span style="color: red;"><</span> <i>quantum</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>quantum</i>) <span style="color: red;">+</span> <i>mechanics</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>mechanique</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>mechanicus</i> <span style="color: red;"><</span> [[μηχανικός]] <span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]].
}}
}}

Latest revision as of 13:19, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
φυσ. κλάδος της μαθηματικής φυσικής που ασχολείται με την κίνηση τών ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων και τών άλλων υποατομικών σωματιδίων από τα οποία απαρτίζονται τα άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό
πρβλ. αγγλ. quantum mechanics < quantum (< λατ. quantum) + mechanics πιθ. < γαλλ. mechanique < λατ. mechanicus < μηχανικός < μηχανή.