κνωδακοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει [[κνώδακες]], έκκεντρα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κνωδακοφόρος]] [[άξονας]]» — στρεφόμενη [[άτρακτος]] μηχανών εσωτερικής καύσης εφοδιασμένη με δίσκους ακανόνιστου σχήματος που κινούν βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής τών κυλίνδρων, αλλ. εκκεντροφόρος [[άξονας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνώδαξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), | |mltxt=-ο<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει [[κνώδακες]], έκκεντρα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κνωδακοφόρος]] [[άξονας]]» — στρεφόμενη [[άτρακτος]] μηχανών εσωτερικής καύσης εφοδιασμένη με δίσκους ακανόνιστου σχήματος που κινούν βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής τών κυλίνδρων, αλλ. εκκεντροφόρος [[άξονας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνώδαξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>εκκεντρο</i>-[[φόρος]], <i>εμβολο</i>-[[φόρος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ο
1. αυτός που φέρει κνώδακες, έκκεντρα
2. φρ. «κνωδακοφόρος άξονας» — στρεφόμενη άτρακτος μηχανών εσωτερικής καύσης εφοδιασμένη με δίσκους ακανόνιστου σχήματος που κινούν βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής τών κυλίνδρων, αλλ. εκκεντροφόρος άξονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνώδαξ, -ακος + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. εκκεντρο-φόρος, εμβολο-φόρος.