κομβόλβουλος: Difference between revisions
From LSJ
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας κομβολβουλίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=ο<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας κομβολβουλίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>convolvulus</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>convolvulus</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>convolvo</i> «[[περιτυλίσσω]], [[περιβάλλω]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας κομβολβουλίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. convolvulus < λατ. convolvulus < λατ. convolvo «περιτυλίσσω, περιβάλλω»].