κοραλλιόριζα: Difference between revisions
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κοραλλόριζα, η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων [[φυτών]], που [[είναι]] σαπρόφυτα με υποκίτρινο βλαστό, απαντούν στα δάση [[πάνω]] στις ρίζες της οξιάς ή σε [[ξερά]] φύλλα και ανήκουν στην [[οικογένεια]] [[ορχιδίδες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=και κοραλλόριζα, η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων [[φυτών]], που [[είναι]] σαπρόφυτα με υποκίτρινο βλαστό, απαντούν στα δάση [[πάνω]] στις ρίζες της οξιάς ή σε [[ξερά]] φύλλα και ανήκουν στην [[οικογένεια]] [[ορχιδίδες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>coralliorhiza</i> <span style="color: red;"><</span> <i>corallio</i>- ([[πρβλ]]. <i>κοράλλιο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>rhiza</i> ([[πρβλ]]. [[ρίζα]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
και κοραλλόριζα, η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων φυτών, που είναι σαπρόφυτα με υποκίτρινο βλαστό, απαντούν στα δάση πάνω στις ρίζες της οξιάς ή σε ξερά φύλλα και ανήκουν στην οικογένεια ορχιδίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coralliorhiza < corallio- (πρβλ. κοράλλιο) + -rhiza (πρβλ. ρίζα)].