λογοκλόπος: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht
(23) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br />αυτός που ιδιοποιείται [[ξένη]] συγγραφική και γενικώς πνευματική [[εργασία]] και τήν παρουσιάζει ως δική του, αυτός που λεηλατεί [[ξένα]] συγγράμματα [[χωρίς]] να τά αναφέρει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]), | |mltxt=ο<br />αυτός που ιδιοποιείται [[ξένη]] συγγραφική και γενικώς πνευματική [[εργασία]] και τήν παρουσιάζει ως δική του, αυτός που λεηλατεί [[ξένα]] συγγράμματα [[χωρίς]] να τά αναφέρει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]), [[πρβλ]]. <i>αρχαιο</i>-<i>κλόπος</i>, <i>βιβλιο</i>-<i>κλόπος</i>. Η. λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:32, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο
αυτός που ιδιοποιείται ξένη συγγραφική και γενικώς πνευματική εργασία και τήν παρουσιάζει ως δική του, αυτός που λεηλατεί ξένα συγγράμματα χωρίς να τά αναφέρει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. αρχαιο-κλόπος, βιβλιο-κλόπος. Η. λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].