3,270,824
edits
(23) |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[λωτοφάγος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέφεται με λωτούς<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οι Λωτοφάγοι</i><br />[[αρχαίος]] [[μυθικός]] [[ειρηνικός]] και [[φιλόξενος]] [[λαός]] που κατοικούσε στις ακτές της βόρειας Αφρικής, [[κάπου]] στην [[περιοχή]] της Κυρηναϊκής, και είχε ως κύρια ή μοναδική [[τροφή]] του τους καρπούς του δένδρου [[λωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωτός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- | |mltxt=ο (Α [[λωτοφάγος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέφεται με λωτούς<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οι Λωτοφάγοι</i><br />[[αρχαίος]] [[μυθικός]] [[ειρηνικός]] και [[φιλόξενος]] [[λαός]] που κατοικούσε στις ακτές της βόρειας Αφρικής, [[κάπου]] στην [[περιοχή]] της Κυρηναϊκής, και είχε ως κύρια ή μοναδική [[τροφή]] του τους καρπούς του δένδρου [[λωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωτός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- [[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>, αόρ. του [[ἐσθίω]])]. | ||
}} | }} |