μετακάρπιος: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[μετακάρπιος]], -ον)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[μετακάρπιο]](<i>ν</i>)<br />το [[τμήμα]] του σκελετού του χεριού που βρίσκεται [[μεταξύ]] του καρπού και τών δακτύλων<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που βρίσκεται [[μεταξύ]] του καρπού και τών δακτύλων του χεριού («μετακάρπια οστά» — [[πέντε]] οστά που αρθρώνονται κεντρικά με τα οστά του δεύτερου στοίχου του καρπού και περιφερειακά με τις φάλαγγες και αποτελούν το [[μετακάρπιο]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρπιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καρπός]]), | |mltxt=-α, -ο (Α [[μετακάρπιος]], -ον)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[μετακάρπιο]](<i>ν</i>)<br />το [[τμήμα]] του σκελετού του χεριού που βρίσκεται [[μεταξύ]] του καρπού και τών δακτύλων<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που βρίσκεται [[μεταξύ]] του καρπού και τών δακτύλων του χεριού («μετακάρπια οστά» — [[πέντε]] οστά που αρθρώνονται κεντρικά με τα οστά του δεύτερου στοίχου του καρπού και περιφερειακά με τις φάλαγγες και αποτελούν το [[μετακάρπιο]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρπιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καρπός]]), [[πρβλ]]. <i>υπο</i>-<i>κάρπιος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 23 August 2021
Greek Monolingual
-α, -ο (Α μετακάρπιος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. το μετακάρπιο(ν)
το τμήμα του σκελετού του χεριού που βρίσκεται μεταξύ του καρπού και τών δακτύλων
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται μεταξύ του καρπού και τών δακτύλων του χεριού («μετακάρπια οστά» — πέντε οστά που αρθρώνονται κεντρικά με τα οστά του δεύτερου στοίχου του καρπού και περιφερειακά με τις φάλαγγες και αποτελούν το μετακάρπιο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -κάρπιος (< καρπός), πρβλ. υπο-κάρπιος].