μονοκλινής: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[μονοκλινής]]<br /><b>γεωλ.</b> απλή [[πτυχή]] σε στρώματα πετρωμάτων τα οποία [[είναι]] σχετικά οριζόντια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μονοκλινές [[σύστημα]]»<br /><b>(κρυσταλλ.)</b> μία από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>monocline</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]])].
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[μονοκλινής]]<br /><b>γεωλ.</b> απλή [[πτυχή]] σε στρώματα πετρωμάτων τα οποία [[είναι]] σχετικά οριζόντια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μονοκλινές [[σύστημα]]»<br /><b>(κρυσταλλ.)</b> μία από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>monocline</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]])].
}}
}}